47.

581 75 2
                                    

ΚΡΙΣ

Έκλεισα την πόρτα του αμαξιού πίσω μου και ακολούθησα τον ξάδερφο μου που προπορευόταν στο ανηφορικό δρομάκι προς την κεντρική πλατεία του χωριού. Πίσω μου ακολουθούσε ο Θέμης με τον Ντάνιελ και τα δίδυμα που με μιας έτρεξαν στον Μάρκο. Οι φίλοι της Κλειούς με πλησίασαν, ένας από κάθε πλευρά και συνεχίσαμε να περπατάμε στον ίδιο ρυθμό.

«Κρις» ακούστηκε η φωνή του Θέμη και ακαριαία τον ένιωσα πλάι μου να σταματάει το περπάτημα. Ο Ντάνιελ ακολούθησε και εκείνος το παράδειγμα του φίλου του και έτσι μείναμε οι τρεις μας ελάχιστα πιο πίσω. Κοίταξα και τους δύο τους σοβαρά περιμένοντας να ακούσω όλα όσα φαίνεται πως είχαν προετοιμάσει να μου πουν.

«Ξέρεις πως είναι η τελευταία σου ευκαιρία, έτσι;» μίλησε ξανά ο Θέμης και ένιωσα την καρδιά μου να σφίγγεται. Ο Ντάνιελ ακούμπησε το χέρι του στον ώμο μου και έσφιξε εκείνο το σημείο προκαλώντας μου σφιχτούς πόνους.

«Η Κλειώ είναι φίλη μας και θα την προστατέψουμε. Ακόμη και αν συνεχίσει να επιστρέφει πίσω σε εσένα είναι η τελευταία φορά που θα στηρίξουμε την απόφαση της. Και φυσικά αν την πληγώσεις θα πρέπει να τα βγάλεις πέρα με τον έναν από τους δύο μας» έπιασα το χέρι του και το κατέβασα από τον ώμο μου. Τα μάτια μου έγιναν δύο ευθείες γραμμές. Σοβάρεψαν απότομα από την οργή που ξεπήδησε από μέσα μου.

«Μην ανησυχείς, Ντάνιελ. Δεν θα κάνω δεύτερη φορά το ίδιο λάθος. Δεν θα την αφήσω ποτέ ξανά να φύγει μακριά μου... Και να πέσει ενδεχομένως στην αγκαλιά κάποιου ακατάλληλου»

«Χαίρομαι για αυτό τότε Κρις...» έτεινε το χέρι του προς το μέρος μου. Το έσφιξα σε ένα είδος συμφωνίας. Και τότε τα χείλη του υψώθηκαν σε ένα ειλικρινές χαμόγελο. Ίσως και να τον είχα κρίνει άδικα και να ήταν απλώς φίλος της Κλειούς. Χαμογέλασα και εγώ. Μεμιάς η ατμόσφαιρα ελάφρυνε και συνεχίσαμε να περπατάμε. Καθώς πλησιάζαμε στην κορυφή του χωριού όπου βρισκόταν και η πλατεία συναντούσαμε ολοένα και περισσότερο κόσμο. Και τότε ανάμεσα τους εμφανίστηκε η Κλειώ. Τα μαλλιά της έπεφταν σπαστά, μακριά στην πλάτη της. Ήταν λιτά και το καστανόξανθο χρώμα τους είχε ανοίξει από τον ήλιο του καλοκαιριού κάνοντας την να μοιάζει με άγγελο. Φορούσε ένα λευκό φόρεμα και τα παιδιά γύρω της είχε εναποθέσει ένα στεφάνι από βιολέττες στο κεφάλι της. Στα χέρια της κρατούσε ένα χωνάκι παγωτό και έτρωγε μαζί τους χαμογελώντας. Πίσω της κάτοικοι κάθε ηλικίας του χωριού αναμεμειγμένοι με τουρίστες έπαιρναν ποτήρια με κρασί από τους πάγκους δοκιμάζοντας τα αχόρταγα συνδυαστικά με τις λιχουδιές που είχαν ετοιμάσει οι γυναίκες του χωριού. Σύντομα τα άτομα που με περιτριγύριζαν ήταν άγνωστα και το βλέμμα μου στο μοναδικό άτομο που μπορούσε να εστιάσει ήταν η Κλειώ, έχοντας πίσω της το πιο όμορφο ηλιοβασίλεμα που είχα αντικρίσει ποτέ. Για την ακρίβεια το ανταγωνιζόταν στις αισθήσεις. Με αργά βήματα την πλησίασα δίχως να παίρνω τα μάτια μου από πάνω της. Εκείνη χόρευε με τα δίδυμα που είχαν τρέξει να την αγκαλιάσουν. Κρατούσε τα μικρά χεράκια τους μέσα στα δικά της και κουνιόντουσαν οι τρεις τους στον ρυθμό της μουσικής που ακουγόταν από κάποιο σημείο στο βάθος και όριζαν οι μουσικάντες που είχαν κάνει την εμφάνιση τους. Μερικά βήματα πριν τους φτάσω εκείνη σήκωσε το κεφάλι της κοιτάζοντας με. Το χαμόγελο της πλάτυνε και έφτασε μέχρι τα αυτιά της. Με μια κίνηση σήκωσε το χέρι της πάνω από το κεφάλι μου και με έβαλε στον κύκλο που είχε σχηματίσει με τα δίδυμα. Εκείνα γέλασαν και συνέχισαν να χοροπηδάνε γύρω μου μέχρι που η Μαρί έκανε την εμφάνιση της και τα αγκάλιασε. Ο πατέρας της Κλειούς από πίσω της τους υποσχέθηκε ένα παγωτό και κάπως έτσι οι τέσσερις τους απομακρύνθηκαν από πλάι μας. Μείναμε μονάχα οι δύο μας. Την κοίταξα. Έκανε ένα βήμα προς το μέρος μου. Γύρω μας γέλια, φωνές, τραγούδια, παιδιά, ηλικιωμένοι, τουρίστες. Και όμως δεν μπορούσα να ακούσω τίποτα από όλα αυτά. Μονάχα τον χτύπο της καρδιάς μου που όριζε τον ρυθμό των κινήσεων μου. Ένα ένα βήμα. Μας χώριζαν μονάχα μερικά εκατοστά.

ΟΧΙ! ΙΣΩΣ? ΝΑΙ! (vol.1)Where stories live. Discover now