40.

488 71 2
                                    

ΚΡΙΣ

9 ΧΡΟΝΙΑ ΠΡΙΝ

Κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη. Ένα χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη μου αν και ένιωθα εξαιρετικά άβολα με αυτή τη στολή. Ένα σπαθί βρέθηκε στον λαιμό μου και το κρύο μέταλλο με έκανε να ανατριχιάσω για μερικά λεπτά. Σήκωσα το βλέμμα μου και κοίταξα στα γαλάζια μάτια του ξαδέρφου μου. Τα δικά μου ήταν γκρίζα και μόνο όταν θύμωσα μια λεπτή γραμμή κιτρινωπού εμφανιζόταν. Τα δικά του ήταν ανοιχτό μπλε. Παγωμένο. Τα μαλλιά του μαύρα και τα δικά μου καστανά σκούρα. Τα χαρακτηριστικά μας παρόμοια, τόσο που πολλοί μας παρομοίαζαν με αδέρφια. Με μια κίνηση τράβηξα το σπαθί από την θήκη του που κρεμόταν από την μέση μου και το έφερα πάνω στο δικό του.

«Δεν θα τα καταφέρεις τόσο εύκολα Τζοβάνι» ψέλλισα θεατρικά κάνοντας ένα βήμα και ακολουθώντας το παιχνίδι όπως το είχε ορίσει εκείνος.

Δεν χρειάστηκε κανείς από τους δύο μας ιδιαίτερα περισσότερη πειθώ για να αρχίσουμε να παίζουμε σαν νήπια μέσα στο μουσείο της κοντράτα της κουκουβάγιας καθώς άλλα μέλη της συνοικίας μας ετοιμάζονταν για την καθιερωμένη παρέλαση με τα παραδοσιακά κοστούμια της κάθε κοντράτα που προηγούνταν του Πάλιου.

Ο μικρός μας αγώνας ξιφασκίας έμοιαζε λίγο πολύ σαν χορός και εμείς δείχναμε πόσο πολύ το απολαμβάναμε. Τόσο που όταν η Κλαρίσσα βρέθηκε ανάμεσα μας δυσκολευτήκαμε να κρύψουμε τα ξίφοι μας και να της δώσουμε την αμέριστη προσοχή μας. Τα μαλλιά της ήταν πιασμένα σε έναν χαρακτηριστικό κότσο εποχής καθώς μικρά μπουκλάκια ξέφευγαν πλαισιώνοντας το πρόσωπο της. Εκείνο όμως που παρατηρούσε κάθε αγόρι 16 ετών ήταν το αναμφίβολα ανεπτυγμένο μπούστο της που έμοιαζε με υπερυψωμένα βουναλάκια καθώς ξεπεταγόταν από την άκρη του κορσέ που φορούσε. Ξάφνου με κοίταξε σαν να γνώριζε τι σκεφτόμουν και το χαμόγελο της μετατράπηκε σε κάτι εξαιρετικά πονηρό που μετέφερε αίμα στα μάγουλα μου κάνοντας τα να κοκκινίσουν από ντροπή. Ωστόσο τα χέρια μου δίχως να ακολουθούν τις εντολές του εγκεφάλου μου την τράβηξαν στην αγκαλιά μου και τα χείλη μου ακούμπησαν τα δικά της σε ένα μακρόσυρτο φιλί που δεν διακόπηκε ούτε όταν ο Τζοβάνι με τον Μάρκο ξεκίνησαν να σφυρίζουν.

«Βρείτε κανένα δωμάτιο» φώναξε ο Λουίτζι, ο μεγαλύτερος ξάδερφος μας. Εκείνος είχε κλείσει ήδη τα είκοσι και για εμάς αποτελούσε το πρότυπο που είχε κάθε έφηβος.

ΟΧΙ! ΙΣΩΣ? ΝΑΙ! (vol.1)Donde viven las historias. Descúbrelo ahora