Theodore's POV
"Τεντ... Τεντ... Τεντ..." Ακουω την φωνή της Μιλένα να με φωνάζει ενώ ταυτόχρονα αισθάνομαι ένα ελαφρυ και ενοχλητικό σπρώξιμο.
"Τεντ... Τεντ... Ξυπνα. Η μαμά είπε να ξυπνήσεις." Συνεχίζει να μου λέει η μικρή και τότε ανοίγω τα μάτια μου κουρασμένος.
"Μιλένα... Αν με ενδιέφερε τι λεει η μαμά θα είχα ξυπνήσει από τις οχτώ." Της λέω κάπως ειρωνικά.
"Μα η ώρα είναι εφτά και μισή." Μου λέει και εκνευρίζομαι.
"Πο! Γαμω το κέρατο σου Μιλένα απλά πήγαινε κάτω πες στην μανα ότι δεν θα πάω ουτε σήμερα σχολή και αφήστε με να κοιμηθώ μην τα πάρω άσχημα!" Της φωνάζω και ναι.
Κατάλαβα τι έκανα μόλις τώρα.
Της φώναξα.
Φώναξα στην Μιλένα.
Στην δεκάχρονη αδελφούλα μου.
"Είσαι κακός." Την ακουω να λέει έτοιμη να κλάψει και αμέσως σηκώνομαι την αρπάζω και την βάζω μέσα στην αγκαλιά μου.
"Συγνώμη. Συγνώμη αγάπη μου. Συγχώρεσε με. Δεν ήθελα να σου φωνάξω ουτε να βρίσω μπροστά σου. Σε αγαπάω. Είσαι ότι καλύτερο υπάρχει. Η πιο τέλεια αδελφή. Σε αγαπάω. Συγνώμη που σε έκανα να στεναχωρηθείς." Της λέω και τελικά εκείνη βγαίνει από την αγκαλιά μου τρίβοντας τα όμορφα καστανά της ματάκια.
"Μου μίλησες έτσι επειδή δεν έχεις πιει ακόμα καφέ ή επειδή είναι Σεπτέμβριος?" Με ρωτάει και χαιδευω τα μαλλάκια της.
"Απλά νυστάζω. Και... Ναι. Ουτε καφέ έχω πιει και είναι... Είναι Σεπτέμβριος. Είναι δυσκολος μήνας. Για όλους μας. Ειδικά για την μαμά και τον Αντέμ." Της εξηγώ.
"Δεν την καταλαβαίνω την μαμά. Πως γίνεται να αγαπάει ένα παιδί που δεν ζει? Η μάλλον... Γιατί αγαπάμε όσους δεν ζουν? Δεν γίνεται η αγάπη να τελειώνει όταν αυτός που αγαπάμε πεθαίνει?" Με ρωτάει και γελάω λιγάκι.
"Όχι. Δεν γίνεται. Δεν πάει έτσι. Η αγάπη δεν τελειώνει. Δεν τελειώνει ποτέ. Και όχι μόνο όταν χάνουμε αυτόν που αγαπάμε αλλά και όταν πεθαίνουμε δεν σταματάμε να αγαπάμε." Της λεω και με κοιτάζει μπερδεμένη.
"Πως γίνεται αυτό? Αφου εμείς δεν θα υπάρχουμε. Πως γίνεται να υπάρχει η αγάπη μας?" Με ρωτάει και γελάω λιγάκι.
"Θυμάσαι που όταν ήσουν μικρή σου έλεγα ότι όταν οι άνθρωποι πεθαίνουν γίνονται αστεράκια?" Την ρωτάω για να της απαντήσω.