29

3K 225 1
                                    

*2 χρονια μετα*

Έχουν περάσει δύο χρόνια από τότε που εγώ και ο μπουκλιτσας μου είμαστε μαζι και μένουμε και μαζί.  Κλείσαμε τρεις μήνες στο σπιτι μας. Η Έλενα μένει με τη Νότα στο ίδιο σπίτι που μέναμε παλιά. Εμείς μένουμε σε μια μονοκατοικία με κήπο και πολύ αγαπητούς γείτονες. Το σπίτι θα έλεγα πως ειναι λίγο μεγάλο για δυο νέους σαν εμάς, μα οταν κάνουμε και παιδάκια σε κάνα δυο χρονάκια, θα είναι οτι πρέπει!

Ετοιμάζομαι να πάω στη δουλειά. Δουλεύω σε μια βιβλιοθήκη εδω κοντά. Είναι καλή δουλειά, μα βαρετή. Όλη μέρα διαβάζω βιβλία και περιμένω να έρθει κάποιος για να δανειστεί ενα βιβλίο. Άσε που εχει υπερβολική πολύ ησυχία! Και η ησυχία δεν είναι για εμένα...
Ο Χάρρυ εχει φύγει. Δεν τον βλέπω καθόλου τωρα τελευταία. Όταν δουλεύω εγω αυτός ειναι σπίτι και το αντίστροφο. Ο Χάρρυ δουλεύει σε σούπερ μάρκετ. Ήθελε να γίνει δικηγόρος μα δεν τα κατάφερε. Του φάνηκαν πολλά τα χρόνια για σπουδές και έτσι προτίμησε αυτό.
Παίρνω τα κλειδιά μου και βγαίνω απο το σπίτι. Κατευθύνομαι προς το αμάξι οταν βλέπω τον γείτονα μας που είναι στην ηλικία μας. Ποτίζει τον κήπο του. Φοράει μια φόρμα μαύρη και από πάνω τίποτα. Έχει κοιλιακούς και κανένα τατουάζ.

Είναι σέξυ δεν λεω, μα σαν τον Σταιλς δεν έχει.

Με κοιτάει και μου χαμογελάει πονηρά. Μπαίνω στο αμάξι μου που βέβαια ειναι μινι Κούπερ, και φεύγω.
Μόλις φτάνω στη δουλειά βλέπω ενα καμένο κτήριο, την πυροσβεστική και την αστυνομία απο έξω και την κυρια Γουινσλευ απο έξω να κάθεται στο παγκάκι πιο δίπλα ταραγμένη. Ακούω τα φρύδια μου και τρέχω δίπλα της.

"Κυρία Γουινσλευ!" Φωνάζω καθως φτάνω και κάθομαι δίπλα της. Δάκρυα αρχίζουν να κυλάνε στα γερασμένα της μάγουλα και με αγκαλιάσει ελαφρά.

"Η βιβλιοθήκη. Κάηκε! Το βράδυ. Κάποιος κακούργος έκαψε αυτο το υπέροχο μέρος! Πρέπει να βρεις αλλού δουλειά." Μου είπε και πριν προλάβω να πω κατι έχασε τις αισθήσεις της. Την κράτησα και φώναξα κάποιον να βοηθήσει.

Ξέρω πόσο αγαπούσε τη βιβλιοθήκη. Λάτρευε τα βιβλία. Σαν τα ήταν πολύτιμα. Είναι. Ασχέτως αν εγώ δεν διαβάζω.

Έφυγα απο εκεί και πήγα σπίτι, μιας και δεν είχα δουλειά πια. Μπήκα μεσα στο σπίτι και έβγαλα τα παπουτσια μου. Μα τα ξαναβάλει, διοτι μου ήρθε η ιδέα να επισκεφτώ τον Χάρρυ και να κάνω και κατι ψώνια.

Έφτασα έξω απο το μαγαζί και μπηκα μέσα. Ο Χάρρυ ηταν στο ταμείο και εξυπηρετούσε μια πελάτισσα στην ηλικία μας. Γελούσαν και κοιταζονταν. Πέρασα γρήγορα απο μπροστά του ετσι για ξεκάρφωμα και ένιωσα τα μάτια του πάνω μου. Πήγα πίσω στα ψυγεία για να πάρω γάλα και αβγά. Ένιωσα δυο χέρια να με αγκαλιάζουν απο πίσω, μα τραβήχτηκα. Ήξερα ακριβώς ποιανού ήταν. Πήγα στο διάδρομο με τα γλυκά και αυτός με ακολούθησε.

"Τι έχει το μωρό μου;" Με ρώτησε γλυκά και με αγκάλιασε ξανά απο πίσω και ξανατραβηχτηκα.

"Τίποτα" απάντησα ξερά και συνέχισα να ψάχνω στις σοκολάτες.

"Και καλά" μου ειπε ειρωνικά. Χαμογέλασα γιατί ξέρω το ύφος του οταν μιλάει ειρωνικά.

"Ελα πες τι έχεις;" Με ξαναρώτησε αγανακτισμένος. Γύρισα και είμασταν πρόσωπο με πρόσωπο. Τα χείλη μας απείχαν εκατοστά μεταξύ τους.

"Τι έχεις;" Ψιθύρισε πάνω στα χείλια μου. Ανατρίχιασα και ήθελα τοσο να τον φιλήσω, μα αντιστάθηκα.

"Να ρωτήσεις την κοπέλα που χαχανιζατε πριν λίγο" του ειπα απότομα και του χαμογέλασα ψεύτικα προν απομακρυνθω απο αυτόν για να παω στο ταμείο. Πριν φύγω τον είδα να γελάει πλατιά κάνοντας τα λακκακια του να εμφανιστούν.  Περίμενα να έρθει στο ταμείο να χτυπήσει τα ψώνια. Ήρθε με αργά βήματα και έκατσε στην καρέκλα στο ταμείο. Καθώς χτυπούσε το γάλα και τα αβγά με κοιτούσε στα μάτια. Το βλέμμα του με έκαιγε και ένιωθα την ραχοκοκαλιά μου να ανατριχιάζει.

Αυτά τα μάτια του...

"Τελειώνεις;" Είπα γρήγορα προσπαθώντας να κρατήσω τη φωνή μου σταθερή. Θέλω τοσο να τον αρπαξω και να τον φιλησω!

"Μισό λεπτό κυρία" μου είπε και με κοίταξε πονηρά.

"Δεν είμαι και τόσο μεγάλη!" Τον κοίταξα δολοφονικά και γέλασε πενιχρά.

"Είσαι αρκετά μεγάλη όμως" με κοίταξε ξανά πονηρά.

"Αρκετά μεγάλη για τι;" Τον ρώτησα και έσμιξα τα φρύδια μου. Δεν απάντησε, απλά έγλειψε τα χείλη του και κοκκίνισα στη σκέψη του να λεει μεσα σε τόσο κόσμο για ποιο πραγμα είμαι αρκετά μεγάλη.
Μου έβαλε τα ψώνια σε μια σακούλα, πλήρωσα και έφυγα. Έφτασα σπίτι και άρχισα να γράφω σε ενα χαρτί τι νιώθω γι'αυτόν. Δεν ήθελα να το δει, αλλα έχω συνηθίσει να γράφω τα αισθήματα μου κάπου.

"Τον αγαπώ. Τον αγαπώ για ολες τις παραξενιές του, για όλες τις ανωμαλίες του. Αγαπώ τα καλά και τα κακά του. Λατρεύω τον τροπο που εκφράζει τα αισθήματα του. Λατρεύω το σώμα του, τα μαλλιά του, τα μάτια του, τα χέρια του, τα πάντα πάνω του."

Το κουδούνι με διέκοψε και πήγα να ανοίξω, αφότου έβαλα το χαρτί σε ενα συρτάρι στο κομοδίνο, κάτω κάτω για να μην το δει.

Άνοιξα την πόρτα και ήταν ο Χάρρυ. Αμέσως τα χείλη του επιτέθηκαν στα δικά μου. Έκλεισε την πόρτα πίσω του με το πόδι του και με πήρε αγκαλιά, οδηγώντας μας στο υπνοδωμάτιο.

"Τώρα θα δεις τι δεν πρόκειται να κάνω με την κοπέλα που χαχανιζα" μου είπε και γέλασα. Άρχισε να μου βγάζει τα ρούχα κι εγω τα δικά του.

You Don't Know What Love Is [COMPLETED]Where stories live. Discover now