Μέρος 29

1.5K 201 13
                                    

Την άλλη μέρα το πρωί προσπαθώ να αποφασίσω αν πρέπει να κατέβω για μάθημα ή όχι.Κοιτάω το είδωλο μου στον καθρέπτη.Στην άκρη των χειλιών μου υπάρχει ένα μικρό αλλά εμφανή σκίσιμο το οποίο το περικυκλώνει μια μελανιά.Τα πλευρά μου με πονάνε ακόμα από τη λυσσασμένη κλοτσιά του Κρίστιαν αλλά προσπαθώ να διαχειριστώ τον πόνο.Πως στο διάολο μπόρεσε να με χτυπήσει έτσι και με ποιο δικαίωμα;Εκείνος ήταν που με χώρισε και δεν δεχόταν καν ακούσει τι έχω να πω.Εκείνος ήταν που μου πέταξε στα μούτρα ένα "δεν ψήνομαι πια".Μάλλον ο εγωισμός του ήταν ακόμη μεγαλύτερος από όσο πίστευα.Μάλλον το οτι μπόρεσα να προχωρήσω πιο γρήγορα από όσο περίμενε δεν ήταν στα σχέδιά του.Και τι περίμενε δηλαδή;Να πέσω στα πατώματα;Ήταν αξιολύπητος εαν πίστευε οτι είχε τόσο μεγάλη εξουσία και επιρροή επάνω μου.

Ήταν;Ή μήπως ο αξιολύπητος ήμουν εγώ;Ήξερα πολύ καλά τα αισθήματά μου για εκείνον.Δεν ήταν απλά ένας ενθουσιασμός,ήταν αισθήματα που σου κάνουν ζημιά ειδικά αν τους έδινες τροφή και τους επέτρεπες να μεγαλώσουν.Και εγώ αυτό είχα κάνει.Γιατί λοιπόν τώρα καθόμουν και έλεγα ψέματα στον ίδιο μου τον εαυτό ενώ ταυτόχρονα γνώριζα την αλήθεια;Η απάντηση ήρθε από μόνη της.Γιατι καμιά φορά ακόμη και αν γνωρίζεις την απόλυτη αλήθεια πονάει λιγότερο το ψέμα που θα αποφασίσεις να ταΐσεις στον εαυτό σου.Μερικές φορές είναι η μόνη σου διέξοδος. Η τελευταία σου προσπάθεια να διώξεις αυτό που σε κάνει αδύναμο και σε καταστρέφει.

Κοιτάω τον μελανιασμένο Σεθ μέσα από τον καθρέπτη και ζυγίζω το τι θα ήταν καλύτερο να κάνω.Να κατέβω για μάθημα,αντιμετοπίζοντας τα βλέμματα που θα τραβούσα-μαζί με το βλέμμα του Κρίστιαν- ή να μη βγω από το δωμάτιο όλη μέρα;Αποφασίζω το πρώτο.Όπως και να έχει όσο και αν κρυβόμουνα σήμερα, αύριο θα έπρεπε να επιστρέψω πίσω στην τάξη.Τα χτυπήματά μου θα ήταν στην ίδια μοίρα.
Κάνω ένα γρήγορο μπάνιο όσο πιο ανώδυνα μπορώ και ντύνομαι.Παίρνω μαζί μου τα βιβλία και κατεβαίνω στην τραπεζαρία.Αρκετά από τα άτομα που προσπερνάω καρφώνουν τα μάτια τους επάνω μου αλλα προσπαθώ να τα αγνοώ και να προχωράω.Κάθομαι σε ένα τραπέζι δίπλα στην πόρτα και παίρνω ένα τοστ και μια κούπα καφέ.Ανοίγω ένα από τα βιβλία μου και διαβάζω το σημερινό μάθημα σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να κάνω επανάληψη η οτιδήποτε άλλο θα εμποδίσει τον εγκέφαλό μου από το να σκεφτεί τον Κρίστιαν.Η τον Σεμπάστιαν.

<<Τι έπαθε η μούρη σου;>>ακούω την φωνή της Άλις να λέει.

Σηκώνω το βλέμμα μου και την βλέπω να κάθεται απέναντί μου.Στο χέρι της κρατάει ένα κρουασάν.Προφανώς ο αγαπητός της φίλος δεν την πληροφόρησε για τα καμώματά του.
<<Τίποτα,καλά είμαι.>>της λέω ξερά χωρίς να την κοιτάω στα μάτια.

Δαγκώνει μια μεγάλη μπουκιά από το κρουασάν της.

<<Καλά ντε.>>λέει <<από ενδιαφέρον ρώτησα.>>πετάει στο τέλος και πάει να φύγει.
<<Περίμενε,Άλι, συγνώμη,απλώς δεν έχω και πολύ διάθεση σήμερα.>>απολογούμαι.
Εκείνη με κοιτάει για λίγο.

<<Εντάξει,αλλά κάποια στιγμή πρέπει να έρθει και η μέρα που θα έχεις διάθεση.Με ή χωρίς τον Κρίστιαν,Σεθ.>>

Αυτά λέει μόνο και έπειτα βγαίνει από την τραπεζαρία.Ριχνω μια ματιά στην ώρα και καταλαβαίνω πως πρέπει να βιαστώ.Βάζω τον καφέ σε πλαστικό ποτηράκι,παίρνω τα βιβλία μου και ξεκινάω για το μάθημα.
Ο καθηγητής δεν έχει φτάσει ακόμα και έτσι το μάθημα δεν έχει αρχίσει.Βλέπω τις ξανθές μπούκλες του Σεμπάστιαν στο πρώτο θρανίο και πιο πίσω στο τελευταίο ακριβώς ,τις μαύρες μπούκλες του Κρίστιαν.Κάθεται οκλαδόν επάνω στο δικό του θρανίο και μιλάει με άλλα δύο άτομα.Μόλις μπω θα με δει.

Ξέρω οτι δεν μπορώ να το αποφύγω.Και μόνο που βλέπω το πρόσωπό του έστω και από μακριά νιώθω οτι θέλω να εκραγώ από το θυμό.

Μπαίνω στην στην αίθουσα αποφασισμένος να αγνοήσω την ύπαρξη του.
Τη στιγμή που είμαι έτοιμος να τον προσπεράσω εκείνος επιλέγει να σηκωθεί ώστε ολόκληρο το σώμα του μπαίνει μπροστά μου και έτσι συγκρούομαι πάνω του.Ο μισός καφές που κρατούσα χύνεται πάνω μου.Τα μάτια μου συναντάνε τα δικά του και το ύφος του είναι το γνωστό ειρωνικό ύφος του Κρίστιαν.

Νιώθω τον θυμό μου να φουντώνει.Τι στο διάολο θέλει απο την ζωή μου;Πρώτα με χωρίζει,μέτα εισβάλει στο δωμάτιο μου και με σπάει στο ξύλο και τώρα απλά διασκεδάζει με το να μου κάνει τη ζωή δύσκολη;

Σκύβει και μαζεύει τα βιβλία μου που είχαν πέσει στο πάτωμα και μου τα δίνει.
Τον έχω βαρεθεί.
<<Συνήθως ο κόσμος λέει ευχαριστώ.>>μου λέει.
Ρίχνω ξανά κάτω τα βιβλία από τα χέρια του και τυλίγω τα δάχτυλά μου σφιχτά γύρω από το λαιμό του πιάνοντας τον απροαιτήμαστο για μια τέτοια κίνηση.Σκοντάφτει επάνω στο θρανίο και χάνει την ισορροπία του αλλα η λαβή μου δεν τον αφήνει να πέσει.Βήχει.
Όλοι πια έχουν στραφεί σε εμάς και κάθε ομιλία έχει σταματήσει.

Δεν με νοιάζει.
<<Μην τολμήσεις να ξανά απλώσεις τα χέρια σου επάνω μου!>>του ουρλιάζω και κοιτάζοντας το ακόμη ειρωνικό του χαμόγελο τα δάχτυλά μου τον σφίγγουν ακόμη περισσότερο.
<<Στάιλερ!Στο γραφείο!Αμέσως!>>

Ακούω την φωνή του καθηγητή να φωνάζει.

Σκατά.


Τολμάς;Where stories live. Discover now