Ένα Παρελθόν Που Στοιχειώνει

112 18 15
                                    

Ήταν ήδη απόγευμα όταν αποφάσισα να ξεκινήσω να ψάχνω για το σημείο που είδα στην ανάμνηση. Φυσικά η Σάρα ήθελε να έρθει μαζί μου αλλά μετά από λίγες φωνές και μια απολογητική αγκαλιά τελικά αποφασίσαμε να μείνει πίσω, μιας και μπορούσε να είναι επικίνδυνο. Με έβαλε όμως να υποσχεθώ ότι θα πάρω μαζί μου τον Άλεξ ο οποίος άλλο που δεν ήθελε.

Βρισκόμασταν στα όρια της βόρειας πλευράς της πόλης όπου ήμουν σίγουρος ότι υπήρχε ένα κομμάτι στην άκρη του δάσους με ένα σπίτι που κοιτούσε ολόκληρη την πόλη. Περπατούσαμε για αρκετή ώρα στο μονοπάτι που υπήρχε μέχρι το σκηνικό να αρχίσει να μοιάζει με αυτό που είδα στην ανάμνηση, ξαφνικά όσο εγώ προσπαθούσα να βρω το ακριβές σημείο ο Άλεξ μου σκούντηξε τον ώμο για να μου τράβηξε την προσοχή.

"Αυτό είναι το σπίτι που είχες δει"; Γύρισα προς την ίδια κατεύθυνση που κοιτούσε και είδα ένα μεγάλο σπίτι, χωρίς δεύτερο όροφο αλλά ήταν αρκετά μεγάλο για να είναι δυο φορές το δικό μου σε έναν όροφο. Στην αυλή υπήρχε ένας διάδρομος με θάμνους στην άκρη που οδηγούσε στην πόρτα και στην υπόλοιπη αυλή υπήρχαν λουλούδια και ένα δέντρο στην δεξιά πλευρά του σπιτιού. Το ίδιο το σπίτι ήταν μοντέρνο με μια βεράντα και ένα τραπέζι τοποθετημένο μπροστά από ένα παράθυρο πόρτα.

Προσεκτικά διασχίσαμε το μονοπάτι και χωρίς να ξέρουμε τι έπρεπε να κάνουμε χτύπησα το κουδούνι. Ο ίδιος ήχος όπως και στην ανάμνηση ακούστηκε και τώρα και περιμέναμε υπομονετικά να ανοίξει η πόρτα. Μετά από λίγο συγκέντρωσα την ακοή μου και κατάλαβα ότι το σπίτι ήταν άδειο. "Όποιος και να ζει εδώ πέρα δεν είναι σπίτι".

"Δεν το βρίσκεις λίγο υπερβολικά βολικό που δεν είναι κανείς τώρα που ήρθαμε για επίσκεψη"; Είχε δίκιο ο Άλεξ. Μπορούσα να καταλάβω πως το σπίτι δεν ήταν εγκαταλελειμμένο και όποιος ζούσε εδώ είχε φύγει μόλις πρόσφατα. Σίγουρα δεν ήταν σύμπτωση.

Άρχισα να ψάχνω από εδώ και από εκεί, μέσα στις γλάστρες με τα φυτά, πάνω στο τραπέζι,  μέχρι και κάτω από τις πέτρες στο τέλος του μονοπατιού όταν τα μάτια μου είδαν κάτι μέσα σε έναν από τους θάμνους. Χωρίς να διστάσω καθόλου έβαλα το χέρι μου μέσα στον θάμνο και έβγαλα ένα κλειδί ασφαλείας που ήταν σίγουρα για την πόρτα μπροστά μας. Το δοκίμασα και άνοιξα την πόρτα δείχνοντας τον αδερφό μου στο εσωτερικό του σπιτιού. "Αφού είμαστε εδώ γιατί δεν ρίχνουμε μια ματιά";

Με ένα περίεργο βλέμμα ο Άλεξ κούνησε το κεφάλι του και μπήκε μέσα με εμένα από πίσω του. "Από περιέργεια. Αν δεν έβρισκες κλειδί, τι θα κάναμε"; Σταμάτησα την έρευνα μου και στράφηκα με σηκωμένα τα φρύδια στον δίδυμο μου και με ένα αθώο βλέμμα του έδωσα μια απάντηση που σίγουρα ήξερε. "Θα έσπαγα την πόρτα φυσικά. Τώρα ψάχνε".

Φτιάχνοντας Το Πεπρωμένο (Ο Μαύρος Λύκος Βιβλίο 3) [Now Completed] Where stories live. Discover now