Πεπρωμένο

144 23 11
                                    

Αυτό το κεφάλαιο προφανώς δεν είναι του Κρις γιατί είναι νεκρός, θα καταλάβετε όμως ποιανού είναι σχεδόν αμέσως.

Ώστε αυτό ένιωθε κάνεις όταν πέθαινε, τίποτα πέρα από το απέραντο σκοτάδι και την ακινησία του χρόνου. Δεν υπήρχε τίποτα εδώ που ήμουν, ούτε φως, ούτε κίνηση, ούτε ήχος, μόνο σκοτάδι το κενό. Κανονικά θα πίστευε κανείς ότι μιας και ήμουν ο αδερφός του Κρις και είχα τις ίδιες σχεδόν ικανότητες μαζί του θα είχα συνηθίσει αυτή την αίσθηση, αλλά στην πραγματικότητα ήταν η πρώτη φορά που όντως έχανα τη ζωή μου. Και μάλλον θα ήταν και η τελευταία μου γιατί δεν θα μπορούσα να γυρίσω αφού πέθανα από το ίδιο μου το όπλο. Και όμως μέσα σε όλο αυτό το τίποτα κάτι δεν ήταν σωστό, κάτι δεν ανήκε εδώ μαζί μου, κάτι υπήρχε εδώ και με παρακολουθούσε.

Προσπάθησα να κοιτάξω γύρω μου αλλά δεν μπορούσα να δω τίποτα, δεν είχα καν σώμα για να κουνηθώ, ακόμα και το να κοιτάξω γύρω μου ήταν περισσότερο θέμα προοπτικής, απλά ήθελα να κοιτάξω σε ένα άλλο σημείο και αυτό ερχόταν μπροστά μου. Δεν ήξερα για πόσο καιρό ήμουν νεκρός, ή για πόσο καιρό έψαχνα αυτό το άγνωστο, αλλά όλη αυτή την ώρα το μόνο που σκεφτόμουν ήταν η Άλις. Το πως θα ήταν τώρα χωρίς εμένα, αν θα άντεχε τα συναισθήματα του δεσμού τώρα που ο σύντροφος της ήταν νεκρός. Το αν θα το ξεπεράσει και θα συνεχίσει τη ζωή της. Τότε καθώς ήμουν χαμένος στις σκέψεις μου χωρίς να το καταλάβω μια αχτίδα φωτός εμφανίστηκε και ξαφνικά μεγάλωσε και κάλυψε τα πάντα με το εκτυφλωτικό της φως. Μέσα στην εκτυφλωτική λάμψη άρχισα να αποκτώ πάλι αισθήσεις, μπορούσα να ακούσω σταδιακά κάτι που δεν ήξερα τι ήταν, μπορούσα να μυρίσω τον καπνό από κάρβουνα, μπορούσα να νιώσω κάτι σκληρό στην πλάτη μου, και ένα χέρι στο στήθος μου. Ήταν γυναικείο και απαλό και από αυτό ένιωθα μια περίεργη δύναμη να κυλάει μέσα στο σώμα μου, μια ζεστή και χαλαρωτική επιρροή που δεν μπορούσα να μην υπακούσω.

Όταν άνοιξα τα μάτια μου όλα ήταν θολά, αλλά όσο συνήθιζαν τα μάτια μου μπόρεσα να διακρίνω μια γυναίκα με ένα λευκό φόρεμα που στεκόταν δίπλα μου με το χέρι της στο στήθος μου. Είχε κόκκινα μαλλιά και ένα σχετικά μακρύ πρόσωπο, το μέτωπο της ήταν στενό παρόμοιο με το δικό μου και του Κρις και η μύτη της έμοιαζε με της Κάθριν, ενώ τα χείλη της ήταν σαρκώδη και σχημάτισαν ένα χαμόγελο όταν η γυναίκα κατάλαβε ότι είχα ξυπνήσει. Δεν μπορούσα να καταλάβω την πρόθεση της, αλλά κάτι είχε αλλάξει μέσα μου, ένιωθα ένα μια σκοτεινή επιθυμία που δεν ήξερα αν ήταν από αυτό που μου έκανε. Αμέσως έπιασα το χέρι της και το σήκωσα από πάνω μου ενώ παράλληλα την έφερα πιο κοντά μου.  "Τι μου έκανες;". Η φωνή μου ήταν αδύναμη και κουρασμένη και για την ακρίβεια ένιωθα εξαντλημένος. Σίγουρα δεν ακουγόμουν και πολύ απειλητικός.

Φτιάχνοντας Το Πεπρωμένο (Ο Μαύρος Λύκος Βιβλίο 3) [Now Completed] Tahanan ng mga kuwento. Tumuklas ngayon