ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

86 8 18
                                    

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Έτρεχε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Τα πάντα γύρω ήταν σκοτεινά, εκτός από μερικές λάμπες του δρόμου που φώτιζαν αμυδρά.

Συνέχισε να τρέχει μέχρι που έφτασε σε μία μικρή εκκλησία στην άκρη του δρόμου. Άνοιξε την πόρτα πέφτοντας πάνω της και μπήκε μέσα. Απόλυτο σκοτάδι. Έκανε ησυχία να αφουγκραστεί.

Βήματα...

Ξαφνικά ο χώρος φωτίστηκε. Και τότε τον είδε.

Πάλι...

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Ήταν Αύγουστος και το καλοκαίρι έφτανε στο τέλος του. Αυτή ήτανε η χειρότερη στιγμή της χρονιάς για την Μάρα. Σύμφωνα με την ηλικία της, είχε το κατάλληλο ύψος. Μελαχρινή, με σγουρά, πυκνά, μαύρα μαλλιά και άνηκε στα λίγα άτομα που είχαν ετεροχρωμία ίριδας. Το αριστερό της μάτι είχε ένα γλυκό και βαθύ καστανό χρώμα, ενώ το δεξί ήτανε μπλε, χρώματα που δημιουργούσαν μία έντονη αλλά συνάμα όμορφη αντίθεση με το μελαμψό της πρόσωπο. Ήταν αθλητικός τύπος, λεπτή και οι μύες της είχαν αρχίσει πια να γίνονται διακριτοί, όχι σε υπερβολικό σημείο, καθώς αυτό δεν το επιθυμούσε ούτε η ίδια. Ενώ είχε δοκιμάσει διάφορα αθλήματα, ο στίβος την εξέφραζε περισσότερο από όλα, κυρίως το τρέξιμο.

Εκτός από τα αθλήματα, η μουσική ήταν το αγαπημένο της πράγμα στον κόσμο. Άκουγε διάφορα είδη μουσικής και από μικρή ξεκίνησε να μαθαίνει βιολί. Πλέον πολλοί γνώριζαν πόσο καλά παίζει και η ίδια θα είναι για πάντα ευγνώμων για την υποστήριξη του δάσκαλού της, του Στέλιου και του παλιού ιδιοκτήτη του Ωδείου τον κύριο Φώτη, έναν 55χρονο άνδρα πολύ αγαπητό από όλους στο νησί, ο οποίος δολοφονήθηκε όταν η Μάρα ήτανε 11 χρονών – για αυτό και η μητέρα της τής είχε πει πως πέθανε επειδή είχε μεγαλώσει πολύ, πράγμα που πίστευε και μέχρι τώρα.

Εκείνο το βράδυ, 20 Αυγούστου, δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Είχε μόλις πεταχτεί όρθια από έναν εφιάλτη και δεν νύσταζε πλέον καθόλου. Η ζέστη ήτανε αφόρητη, και δεν φυσούσε καθόλου. Το κρεβάτι της βρισκόταν κάτω ακριβώς από το παράθυρο – το οποίο είχε αφήσει ανοιχτό με την ελπίδα να δροσίσει λίγο το δωμάτιο – και καθώς δεν την έπαιρνε ο ύπνος, ανακάθισε στο κρεβάτι της και έκανε απόλυτη ησυχία για να αφουγκραστεί. Το μόνο που άκουγε ήταν τα τριζόνια και κάπου-κάπου το θρόισμα των φύλλων. Το φως του φεγγαριού έμπαινε από το ανοιχτό παράθυρο και φώτιζε αχνά το δωμάτιο της. Το βλέμμα της έπεσε στο ρολόι στο κομοδίνο της.

Κάτω Από Την ΕπιφάνειαWhere stories live. Discover now