ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

6 1 2
                                    

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

«Πώς είσαι;» ρώτησε η Μαριάνθη, καθώς έκανε διατάσεις πλάι στην Μάρα.

«Καλά...υποθέτω» μουρμούρισε άτονα η κοπέλα.

«Μίλησες καθόλου με τον Μάιλς;»

«Όχι. Ακόμη δεν μπορώ να πιστέψω ότι ήταν τόσο χάλια...Και αυτό που έκανε ο παππούς! Απίστευτο...Δεν τον έχω ξαναδεί τόσο θυμωμένο» απάντησε η κοπέλα, με το βλέμμα της καρφωμένο στους κόκκους καουτσούκ που μάζευε στην παλάμη της και άφηνε να πέσουν αργά στο χόρτο.

«Ναι...Μπορεί όμως να ήταν σημάδι για να μην ξανασυναντήσεις τον...πατέρα σου» είπε διστακτικά η Μαριάνθη.

Η Μάρα σήκωσε βαριεστημένα το βλέμμα της και την κοίταξε με απογοήτευση. «Δεν έχω όρεξη για τις θεωρίες σου Μαριάνθη...» μουρμούρισε και έστρεψε πάλι το βλέμμα της στα χέρια της.

«Επ! Τί γίνεται εδώ;» ρώτησε ξαφνικά ο Κατσάτου με εύθυμο τόνο και έκατσε δίπλα στα κορίτσια. «Τί μούτρα είναι αυτά;»

Οι δύο κοπέλες τον κοίταξαν αμίλητες.

«Τί πάθατε; Δεν είμαι εξωγήινος!» συνέχισε ο προπονητής χαμογελώντας, προσπαθώντας να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα.

«Είχα έναν καβγά με το αγόρι μου» είπε τελικά η Μάρα, για να σπάσει την αμήχανη ησυχία.

«Μάλιστα...Και αυτή τί έχει;» ρώτησε ο άνδρας, δείχνοντας την Μαριάνθη.

«Συμπαράσταση» απάντησε εκείνη.

«Δεν σας καταλαβαίνω ώρες-ώρες. Σηκωθείτε μπας και τελειώσουμε καμιά ώρα!» είπε και χτύπησε απαλά την πλάτη της Μάρας πριν απομακρυνθεί από το μέρος τους.

Η Μάρα έστρεψε το βλέμμα της προς τις κερκίδες. Λίγο αργότερα, πρόσεξε μία γνώριμη φιγούρα. Γύρισε και κοίταξε την Μαριάνθη σοκαρισμένη: «Αυτός εκεί πάνω είναι ο Καραγιάννης;» ρώτησε.

Η φίλη της συνοφρυώθηκε και κοίταξε προς τα μικρά κόκκινα καθίσματα. «Νομίζω ναι. Α, ξέχασα να σου πω...Σήμερα στο σχολείο μας ρώτησε γιατί έλειπες. Φαινόταν ανήσυχος... Όλη την μέρα δηλαδή».

«Τί του είπατε;»

«Ότι δεν ένιωθες καλά».

Η Μάρα έγνεψε καταφατικά και σηκώθηκε. Κοίταξε μία τελευταία φορά τον καθηγητή πάνω στις κερκίδες πριν ξεκινήσει το πρόγραμμα της προπόνησης.


Είχε πλέον σκοτεινιάσει όταν ο Μάιλς έφυγε από το σπίτι του. Περπατούσε βιαστικά ανάμεσα στα στενά, με ένα αναμμένο τσιγάρο ανάμεσα στα χείλη του, και το βλέμμα του χαμηλά, κολλημένο στον δρόμο. Έφτασε στο μαγαζί όπου βρισκόταν πριν το ατύχημά του, άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα. Σε ένα από τα γωνιακά τραπέζια καθόταν ένα ζευγάρι που συζητούσε. Ο Μάιλς προχώρησε προς το μπαρ, έκατσε σε μία από τις ψηλές καρέκλες, και περίμενε τον νεαρό που δούλευε να έρθει προς το μέρος του.

Κάτω Από Την ΕπιφάνειαWhere stories live. Discover now