ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12

17 1 3
                                    

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12

Ο Μάιλς ξύπνησε από μερικούς θορύβους που έμοιαζαν να προέρχονται από το υπνοδωμάτιο. Έτριψε τα κουρασμένα μάτια του. Γύρισε και κοίταξε το ρολόι της κουζίνας, αλλά από το σκοτάδι που έλουζε το σαλόνι, δεν κατόρθωσε να διακρίνει τους μαύρους δείκτες του. Όταν συνειδητοποίησε ότι δεν ένιωθε κάποιο βάρος στην κλείδα του αριστερού του ώμου, γούρλωσε τα μάτια του και κοίταξε το κενό δίπλα του. Η Μάρα ήταν άφαντη. Απομάκρυνε απότομα την πλάτη του από τα μαξιλάρια του καναπέ και κοίταξε προς το χολ. Το φως του μπάνιου ήταν σβηστό, άρα δεν θα μπορούσε να βρίσκεται εκεί. Για κάποιον λόγο πανικοβλήθηκε∙ είχε ένα κακό προαίσθημα. Ξαφνικά άκουσε θόρυβο από το υπνοδωμάτιο∙ ξανά. Σηκώθηκε βιαστικά και με μεγάλες δρασκελιές διέσχισε τον σκοτεινό διάδρομο. Ετοιμάστηκε να γυρίσει το πόμολο της πόρτας του δωματίου, όταν ξαφνικά ένιωσε την παγωμένη κάννη ενός όπλου να τοποθετείται στον αριστερό του κρόταφο, και να τον πιέζει στο σημείο εκείνο.

«Άνοιξε την πόρτα» πρόσταξε μία βαριά, σχεδόν απόκοσμη φωνή πλάι του.

Ο Μάιλς υπάκουσε. Άνοιξε αργά την πόρτα, με φόβο του τί θα αντίκρυζε μέσα. Και πράγματι, μόλις την άνοιξε, το αίμα πάγωσε στις φλέβες του. Ανατρίχιασε στο θέαμα μπροστά του. Η Μάρα βρισκόταν καθισμένη πάνω στο κρεβάτι, με τα χέρια της δεμένα πίσω στην πλάτη της, και ένα πανί να καλύπτει με πίεση το στόμα της. Τα μάτια της ήταν βουρκωμένα, κόκκινα από το κλάμα. Δίπλα της καθόταν μία σκοτεινή φιγούρα με κουκούλα, κρατώντας στον κρόταφό της ένα όπλο.

«Μάιλς!» κατόρθωσε να πει με πολλή προσπάθεια, ανάμεσα στους λυγμούς της, αφού το πανί την εμπόδιζε να μιλήσει καθαρά.

Ο Μάιλς ένιωσε να χάνει την γη κάτω από τα πόδια του.

Όχι πάλι...όχι...

Η αναπνοή του έγινε κοφτή. «Ποιοι είστε; Τί σκατά θέλετε; Αφήστε την να φύγει γαμώ το κέρατό μου!» αναφώνησε άγρια, αλλά ο άνδρας δίπλα του πίεσε κι άλλο το όπλο στον κρόταφό του. Οι χτύποι της καρδιάς του είχαν φτάσει στα αυτιά του. «Αφήστε την! Δεν φταίει σε τίποτα!» πρόσταξε ξανά.

Αυτή την φορά έλαβε απάντηση. «Δεν έχει σημασία ποιος φταίει. Εσύ όμως θα πληρώσεις για τις μαλακίες σου αστυνόμε!» είπε ο κουκουλοφόρος δίπλα στην Μάρα, και όπλισε το όπλο του. Η κοπέλα έπνιξε μια κραυγή και τον κάρφωσε με ικετευτικό βλέμμα.

Ο Μάιλς ένιωσε ένα ρίγος να τον διαπερνάει. Τότε, ο κουκουλοφόρος δίπλα στην Μάρα την έπιασε από τον σβέρκο, και έσφιξε την λαβή του. Έπειτα, πλησίασε το κεφάλι του στον λαιμό της και διαπέρασε αργά την γλώσσα του στο δέρμα της, καρφώνοντας τον Μάιλς προκλητικά με το βλέμμα του, σαν πεινασμένο ερπετό. Εκείνη προσπάθησε να απομακρυνθεί με λυγμούς, αλλά αυτός έσφιξε το κράτημά του στον σβέρκο της, ακινητοποιώντας την.

Κάτω Από Την ΕπιφάνειαWhere stories live. Discover now