ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
«Πώς πήγες;» ρώτησε ο Μάιλς όταν έφτασε μπροστά από το σπίτι της Μάρας.
«Καλά, νομίζω...» απάντησε η Μάρα παίρνοντας την τσάντα με τις εφημερίδες που της έδωσε.
«Μπράβο αστέρι. Λοιπόν, αυτές όλες ήταν στο ακριανό ντουλάπι στο γραφείο του παππού σου».
«Όπως μπαίνω στα δεξιά, προς τον τοίχο με τις φωτογραφίες;»
«Ναι...Λοιπόν, πρόσεχε πώς θα τις επιστρέψεις, περίμενε να νυχτώσει λίγο και πήγαινε».
Όπως την συμβούλευσε, λίγες ώρες αργότερα, η Μάρα ανέβηκε στο ποδήλατό της με το σακίδιο με τις εφημερίδες στην πλάτη της, και ξεκίνησε για το σπίτι του Θανάση. Άφησε το ποδήλατο σε ένα άλλο στενό και περπάτησε μέχρι την μικρή καγκελόπορτα της αυλής. Την άνοιξε και ανέβηκε αργά τις εξωτερικές σκάλες που οδηγούσαν στο μπαλκόνι. Ένα μικρό φως στην κουζίνα ήταν ανοιχτό. Σιγουρεύτηκε ότι δεν βρισκόταν κανείς μέσα και άνοιξε την μπαλκονόπορτα. Μπαίνοντας μέσα, συνειδητοποίησε ότι το υπόλοιπο σπίτι ήταν σκοτεινό. Το μόνο που ακουγόταν ήταν η αναμμένη τηλεόραση στο υπνοδωμάτιο. Έστριψε δεξιά βγαίνοντας από την κουζίνα, πέρασε από το σαλόνι, και μπήκε μέσα στο γραφείο του Θανάση, κλείνοντας, όσο πιο αθόρυβα μπορούσε, την συρόμενη πόρτα.
Εντόπισε το ντουλάπι που της είπε ο Μάιλς, αλλά πριν ξεκινήσει να βάζει τις εφημερίδες μέσα, η περιέργειά της για το τί άλλο θα μπορούσε να υπάρχει μέσα σε αυτά τα έπιπλα που θα τους βοηθούσε για την έρευνα, την έκανε να ξεκινήσει το ψάξιμο στα συρτάρια του γραφείου μπροστά της. Το δεξιό δεν είχε τίποτα το σημαντικό. Κάποια παλιά χαρτιά του παππού της, μερικοί λογαριασμοί και ένα ψαλίδι, δίπλα σε ένα συρραπτικό. Το αριστερό, ήταν ως επί το πλείστων γεμάτο παλιές φωτογραφίες. Ξαφνικά βρήκε μία μικρή φωτογραφία, που την έκανε να γουρλώσει τα μάτια της. Έδειχνε τον Μάιλς, πιο νέο από τώρα, όρθιο στην αυλή του σπιτιού του Θανάση, με τον ουρανό σκοτεινό πίσω του. Φορούσε μία μαύρη κοντομάνικη και τα μαλλιά του σχεδόν με τον ίδιο τρόπο κουρεμένα, αλλά το πρόσωπό του τελείως ξυρισμένο. Η Μάρα ένιωσε περίεργα που το μουστάκι και το μούσι του ήταν εξαφανισμένα. Πρόσεξε το κλασικό στραβό χαμόγελο στα χείλη του, και το αλαζονικό του βλέμμα καρφωμένο στο φλας της κάμερας. Έπρεπε να παραδεχτεί ότι ίσως να ήταν λίγο όμορφος σε αυτή τη φωτογραφία. Το ένα του χέρι έπεφτε ανάλαφρα στο πλάι, ενώ στο άλλο κρατούσε αγκαλιά ένα μωρό, περίπου τριών χρονών, που φορούσε ένα άσπρο φόρεμα. Προς έκπληξή της, συνειδητοποίησε ότι ήταν αυτή. Είχε δει φωτογραφίες της από εκείνη την ηλικία και η ομοιότητα ήταν προφανής. Ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο διαγράφηκε στα χείλη της, και έβαλε την φωτογραφία στην τσέπη της.
YOU ARE READING
Κάτω Από Την Επιφάνεια
AdventureΗ Μάρα ήταν ένα πολυάσχολο κορίτσι, γεμάτη ενέργεια και περιέργεια για νέα πράγματα. Στα δέκατα έκτα γενέθλιά της και μετά την συναυλία της, την βρίσκει ο πατέρας της, που είχε πλέον βγει από την φυλακή, κάνοντας το αίμα να παγώσει στις φλέβες της...