ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

8 1 2
                                    

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Το ίδιο βράδυ, οι τρεις φίλες βρίσκονταν στο σπίτι της Μαριάνθης και ετοιμάζονταν για την έξοδό τους. Η Μάρα είχε κολλημένο το βλέμμα της στην οθόνη του κινητού της, συγκεκριμένα σε μία ειδοποίηση μηνύματος:

Μπαμπάς

«Γεια σου Μάρα μου. Μπορείς να με συναντήσεις σήμερα; Θέλω να σου μιλήσω για κάτι σημαντικό».

Τα λόγια του Καραγιάννη την είχαν βάλει σε σκέψεις για όλη την μέρα και δεν είχε ησυχάσει καθόλου με αυτά που της είπε και τον τρόπο που φερόταν. Σαν να φοβόταν κάτι∙ ή κάποιον.

«Μάρα είσαι έτοιμη; Η μαμά μου μας περιμένει στο αυτοκίνητο!» Η φωνή της Μαριάνθης την έβγαλε από τις σκέψεις της. Σηκώθηκε από την άκρη του κρεβατιού της Μαριάνθης, έβαλε βιαστικά τα παπούτσια της και ακολούθησε τις φίλες της στις σκάλες και έπειτα έξω από το σπίτι.

Δεν νύχτωνε τόσο γρήγορα πλέον. Η άνοιξη είχε μπει για τα καλά∙ σχεδόν έφτανε στο τέλος της. Η παρέα περπατούσε ανάμεσα στα μαγαζιά, συζητώντας εύθυμα. Η Μάρα προσπαθούσε να συμμετέχει στην συζήτηση, επιβάλλοντας συχνά ένα χαμόγελο στο πρόσωπό της, ώστε οι φίλοι της να μην υποψιαστούν κάτι. Βαθιά μέσα της όμως είχε ένα κακό προαίσθημα. Όχι κάτι αόριστο, που δεν μπορούσε να προσδιορίσει, αλλά ένιωθε πως κάποιος την παρακολουθούσε όπου και να πήγαινε. Πως ένα ζευγάρι μάτια τους ακολουθούσε παντού, σε κάθε στενό, σε κάθε γωνία. Πως άκουγε την κάθε τους συζήτηση, και ακόμη χειρότερα, πως μπορούσε να διαβάσει την σκέψη της. Έτσι ήξερε πως το είχε καταλάβει, και τώρα έπαιζε μαζί της. Έπαιζε με το μυαλό της, με τα συναισθήματά της. Έμπλεκε όλες τις σκέψεις τις μεταξύ τους, ώστε να μην μπορέσει να βγάλει μία άκρη σε αυτό το περίπλοκο κυνήγι, όπου τελικά δεν ήξερε αν ήταν ο κυνηγός ή το θήραμα.

«Πάμε στην καντίνα δίπλα από το γήπεδο;» πρότεινε ξαφνικά ο Χρήστος, και όλοι συμφώνησαν.

Λίγη ώρα αργότερα, όλοι τους είχαν από ένα σάντουιτς στο χέρι. Ξαφνικά, η Μάρα ένιωσε το κινητό της να δονείται στην τσέπη της. Βλέποντας το όνομα στην οθόνη, αποφάσισε να απομακρυνθεί διακριτικά από τους άλλους και να το σηκώσει.

«Ναι;»

«Γεια σου Μάρα. Δεν πήρες το μήνυμά μου;» ρώτησε ο Αλέξης.

«Α, συγγνώμη, δεν το είχα δει» είπε ψέματα η κοπέλα, ύστερα από μία μικρή παύση.

«Έξω είσαι;»

Κάτω Από Την ΕπιφάνειαWhere stories live. Discover now