ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19-20

10 1 7
                                    

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19

Η Μάρα τελειοποίησε την γραμμή από μαύρο μολύβι στο κάτω βλέφαρό της και κοιτάχτηκε για μία τελευταία φορά στον καθρέφτη, πριν ακούσει τον Μάιλς να την φωνάζει από το σαλόνι. Πήρε τα τακούνια στο χέρι και βγήκε βιαστικά από το μπάνιο, αφήνοντας την πόρτα και το φως ανοιχτά. Περπάτησε γρήγορα στον διάδρομο, φτάνοντας επιτέλους στο σαλόνι όπου την περίμενε ο Μάιλς καθισμένος στον καναπέ, και ο παππούς της, κοιτάζοντας ανέμελα έξω από το παράθυρο.

«Έτοιμη;» ρώτησε ο Μάιλς αδιάφορα, όταν την άκουσε να έρχεται, αλλά έμεινε με να την κοιτάει με έκπληξη όταν σήκωσε το βλέμμα του από το βιβλίο που διάβαζε όσο περίμενε.

«Τί;» ρώτησε η Μάρα αγχωμένη, και έτρεξε προς τον καθρέφτη του σαλονιού, για να τσεκάρει πως το φόρεμα ήταν εντάξει πάνω στο σώμα της, ή δεν είχε κάποια άλλη ατέλεια που να έκανε τον Μάιλς να την κοιτάξει με έκπληξη. Τα λόγια του όμως την ξάφνιασαν:

«Τίποτα...είσαι...σου πάει το φόρεμα...» ξεκίνησε διστακτικά και ξερόβηξε. «Το καλό που του θέλω του Πανούλη να σε προσέχει» πρόσθεσε, επαναφέροντας στο πρόσωπό του την κλασική αλαζονική του έκφραση.

Ο Θανάσης είχε μείνει το ίδιο έκπληκτος, για άλλον όμως λόγο. «Αυτό είναι πολύ κοντό Μάρα!»

«Παππού, μην αρχίζεις! Είναι με το ζόρι πάνω από τα γόνατα και είναι πολύ ωραίο φόρεμα! Δεν υπάρχει περίπτωση να αλλάξω!» αντιγύρισε η κοπέλα, έτοιμη να τσακωθεί.

«Είναι πολύ κοντό είπα! Μάιλς, δεν συμφωνείς;» ρώτησε ο Θανάσης και γύρισε προς τον άνδρα για υποστήριξη.

Εκείνος κοιτούσε μία τον Θανάση, και μία την αγανακτισμένη Μάρα που με τα μάτια της τον παρακαλούσε να πάρει το μέρος της. «Κοίτα...» ξεκίνησε τρίβοντας αμήχανα τον σβέρκο του, όσο οι άλλοι δύο τον είχαν καρφώσει με το βλέμμα τους.

«Τί γίνεται; Α, Μάρα μου! Πολύ ωραίο το φόρεμα! Είσαι κούκλα!» είπε η Ευδοκία με ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη, που εμφανίστηκε εκείνη την στιγμή πίσω από την Μάρα.

«Ευδοκία μου, τί της λες; Είναι πολύ κοντό αυτό το φό...»

«Δεν θέλω να ακούσω ούτε κουβέντα παραπάνω» τον έκοψε η γυναίκα με μία κίνηση του χεριού. «Βάλε και τα τακούνια να σε δω» συνέχισε, απευθυνόμενη στην εγγονή της.

Η Μάρα άκουσε την γιαγιά της, φόρεσε τα μαύρα τακούνια και έκανε μία μικρή βόλτα στο σαλόνι, επιστρέφοντας στο σημείο που άρχισε.

Κάτω Από Την ΕπιφάνειαDonde viven las historias. Descúbrelo ahora