ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3-4

7 1 2
                                    

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Άνοιξε ξαφνικά τα μάτια της. Δεν ήξερε γιατί. Κοίταξε τριγύρω: ο Μάιλς ήταν άφαντος. Ανασηκώθηκε και αφουγκράστηκε. Απολύτως τίποτα.

Σηκώθηκε όρθια και κοιτούσε οτιδήποτε μέσα στο σκοτάδι, για να μπορέσει να τον εντοπίσει. Τότε, εμφανίστηκε μία σκιά μέσα από μερικούς θάμνους. Ετοιμάστηκε να φωνάξει το όνομά του, αλλά κοντοστάθηκε, συνειδητοποιώντας γρήγορα ότι η φιγούρα αυτή δεν ήταν ο Μάιλς. Η κοπέλα κοκάλωσε στην θέση της.

Την είχε δει;

Η απάντηση μάλλον ήταν θετική, καθώς η φιγούρα άρχισε να περπατάει προς το μέρος της, αυξάνοντας σταδιακά ταχύτητα. Η Μάρα δεν έχασε χρόνο και ξεκίνησε να τρέχει, όσο γρήγορα της επέτρεπε ο πονεμένος αστράγαλός της. Την ίδια στιγμή άκουσε φωνές από πίσω της. Το όνομά της.

«Μάρα! Όχι!»

Ξαφνικά ένιωσε δύο δυνατά χέρια να τυλίγονται γύρω από την μέση της και να την σηκώνουν απότομα από το έδαφος.

«Μάρα, εγώ είμαι!»

Η κοπέλα ανοιγόκλεισε τα μάτια της και γύρισε πίσω της, από όπου είχε ακουστεί η φωνή. Συνειδητοποίησε ότι βρισκόταν στην αγκαλιά του Μάιλς, ο οποίος την στιγμή που εκείνη τον κοίταξε στα μάτια, έσπευσε να εξαφανίσει τον στιγμιαίο τρόμο από το πρόσωπό του.

«Τί έγινε;»

«Δεν θυμάσαι τίποτα;»

«Κάποιος με κυνηγούσε» μουρμούρισε σκεπτικά η κοπέλα.

«Νομίζω υπνοβατούσες. Ξαφνικά ανασηκώθηκες και άρχισες να μουρμουρίζεις. Μετά από λίγο άρχισες να περπατάς πολύ γρήγορα, σχεδόν έτρεχες. Έτρεξα από πίσω σου και σε πρόλαβα λίγο πριν...» έκοψε την φράση του δείχνοντας με το βλέμμα του ευθεία.

Η Μάρα γύρισε το κεφάλι της. Τα μάτια της γούρλωσαν και η λαβή της στους ώμους του έσφιξε ενστικτωδώς, καθώς κατάλαβε ότι βρίσκονταν στο χείλος ενός γκρεμού. Ο άνδρας απομακρύνθηκε από τον γκρεμό, βαδίζοντας προσεκτικά προς τα πίσω, και την άφησε κάτω.

«Το έχεις ξαναπάθει;» την ρώτησε όταν ξεκίνησαν να περπατάνε πίσω στο δέντρο.

«Μικρή υπνοβατούσα συχνά, αλλά νόμιζα ότι είχε σταματήσει...»

Ο Μάιλς δεν απάντησε. Τότε η κοπέλα αντιλήφθηκε ότι τα δάχτυλα του χεριού του ήταν τυλιγμένα απαλά γύρω από τον σβέρκο της, σαν να την καθοδηγούσε επειδή η ίδια ήταν ανήμπορη να το κάνει από μόνη της. Γύρισε διστακτικά και τον κοίταξε. Στο κλασικό σκληρό του βλέμμα υπήρχε ένα ίχνος ανησυχίας. Ή έτσι ήθελε να πιστεύει. Δεν ήξερε γιατί. Η άνεση που ένιωθε μαζί του, εξαιτίας της αρχικής της εντύπωσης πως τον γνώριζε από πάντα, την εξέπληττε, μιας και είχε πλέον φτάσει στο σημείο να νιώθει άνετα να του μιλήσει για οτιδήποτε. Να του ζητήσει συμβουλές για την σχέση της με τον Πάνο, αν και μάλλον αυτό δεν θα ήταν καλή ιδέα, ή ακόμη να του ανοιχτεί για τα συναισθήματα και τις σκέψεις της σχετικά με τον πατέρα της, που έκρυβε από όλους τόσα χρόνια.

Κάτω Από Την ΕπιφάνειαWo Geschichten leben. Entdecke jetzt