ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

7 1 2
                                    

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Η Μάρα έκλεισε το φερμουάρ της τσάντας της και πέρασε τα λουριά στα χέρια της. Χαιρέτησε τον Κατσάτου με ένα χαμόγελο και κατευθύνθηκε προς τις κερκίδες. Ανέβηκε τις σκάλες, έφτασε στην τέταρτη σειρά προς τα πάνω, και πλησίασε τον Αλέξη που καθόταν σε μία από τις μικρές κόκκινες καρέκλες.

«Έτοιμη; Πάμε βόλτα;» ρώτησε ο άνδρας με ένα χαμόγελο και σηκώθηκε.

«Ναι» απάντησε η Μάρα, εξίσου χαμογελαστή.

Είχε πλέον σκοτεινιάσει όταν έφυγαν από το γήπεδο. Περπατούσαν ανάμεσα στα στενά του νησιού, συζητώντας.

«Πάμε από εδώ; Δεν ξέρω που βγάζει και έχω περιέργεια..» είπε ξαφνικά ο Αλέξης, δείχνοντας ένα μικρό στενό στα δεξιά τους. Πλέον βρίσκονταν κοντά στην εκκλησία όπου είχαν γίνει οι δύο τελευταίες συναυλίες, τα Χριστούγεννα και το καλοκαίρι. Στην περιοχή εκείνη υπήρχαν διάφορα στενά. Πολλά έφταναν σε αδιέξοδο, όχι όμως όλα.

Η Μάρα κοίταξε το σκοτεινό στενό. «Δεν έχω πάει ποτέ από εκεί» μουρμούρισε και ετοιμάστηκε να προχωρήσει, ο Αλέξης όμως την κράτησε.

«Θα είναι σαν η μικρή μας περιπέτεια λοιπόν».

Βλέποντας το χαμόγελό του και τα μάτια που έλαμπαν, η Μάρα θεώρησε πως η λατρεία της για τα μυστήρια και τις περιπέτειες προήλθαν από εκείνον, αφού η μητέρα της σιχαινόταν οτιδήποτε τέτοιο. Αυτή η σκέψη ζέστανε κάτι μέσα της. Ένιωσε μια οικειότητα μαζί του∙ μοιράζονταν ένα πάθος για το άγνωστο.

Τελικά συμφώνησε, και οι δυο τους ξεκίνησαν να προχωράνε μέσα στο στενό. Λίγες στιγμές αργότερα, ο Αλέξης έβγαλε έναν μικρό φακό από την τσέπη του και τον άναψε, ρίχνοντας φως μπροστά τους. Η κοπέλα παραξενεύτηκε που έτυχε να κουβαλάει έναν φακό μαζί του, αλλά πριν προλάβει να εκφράσει την απορία της, ένιωσε το κινητό της να δονείται στην τσέπη της.

«Ο παππούς» μουρμούρισε και απομακρύνθηκε, πίσω, προς την έξοδο του στενού. Λίγο πριν σηκώσει το τηλέφωνο, γύρισε και κοίταξε προς το μέρος του πατέρα της. Εκείνη την στιγμή, ο άνδρας είχε στραμμένο τον φακό ευθεία, στο βάθος του σκοτεινού στενού. Πάτησε το κουμπί τέσσερεις φορές, σαν να εκτελούσε κάποιο σύνθημα, κάνοντας το φως να αναβοσβήσει δύο φορές. Η κοπέλα ένιωσε ένα ρίγος να την διαπερνάει. Γύρισε απότομα προς την άλλη μεριά, για να μην δει ο Αλέξης πως τον κοιτούσε, επιταχύνοντας το βήμα της για να φτάσει κάτω από το φως του δρόμου από τον οποίο περνούσαν προηγουμένως.

Κάτω Από Την ΕπιφάνειαWhere stories live. Discover now