ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16
Άκουσε μία βαριά αντρική φωνή να προφέρει το όνομά της. Άνοιξε τα μάτια της. Βρισκόταν στον καναπέ του σαλονιού στο σπίτι του παππού της. Δεν θυμόταν πώς είχε φτάσει εκεί. Ανοιγόκλεισε μερικές φορές τα βλέφαρά της, για να συνηθίσει στο σκοτάδι, και τότε πρόσεξε μία φιγούρα καθισμένη σε μία από τις καρέκλες του τραπεζιού, λίγα μέτρα μακριά από τον καναπέ όπου εκείνη ήταν ξαπλωμένη. Στην αρχή νόμισε πως ήταν ο παππούς της, όταν όμως ξανάκουσε την φωνή του, κατάλαβε πως ο άνδρας, που πλέον είχε σηκωθεί όρθιος και κατευθυνόταν προς το μέρος της, ήταν ο πατέρας της.
Γούρλωσε τα μάτια της, καθώς εκείνος έφτασε μπροστά της και έσκυψε για να βρεθεί στο ύψος της. Το βλέμμα του ήταν κενό, αλλά η έκφρασή του έμοιαζε μαλακή. Ξεπέρασε τον ξαφνικό τρόμο της και ανασηκώθηκε.
«Μπαμπά...;» ψέλλισε σιγανά.
Εκείνος την βοήθησε να σηκωθεί και της έκανε νόημα με το κεφάλι του να την ακολουθήσει. «Έλα, το φεγγάρι φέγγει πολύ όμορφα σήμερα...» είπε με γλυκό τόνο.
Η Μάρα, σαν να βρισκόταν υπό την επήρεια ενός ξορκιού, τον ακολούθησε. Άνοιξε μετά από μερικές προσπάθειες την μπαλκονόπορτα, όπως εκείνος της υπέδειξε, και βγήκαν μαζί στο μπαλκόνι. Ο κρύος αέρας της νύχτας την έκανε να ανατριχιάσει. Τύλιξε τα χέρια της γύρω από το σώμα της, σε μία προσπάθεια να ζεσταθεί.
«Κοίτα τα αστέρια! Δεν είναι πολύ όμορφα;» άκουσε τον Αλέξη.
Γύρισε και τον κοίταξε. Ήταν ακόμη μπερδεμένη, δεν καταλάβαινε τί συνέβαινε. Ο πατέρας της είχε το βλέμμα του στραμμένο στον ουρανό, με γουρλωμένα από τον ενθουσιασμό μάτια. Στηριζόταν με τα χέρια του στο κάγκελο του μπαλκονιού. Τότε η Μάρα πρόσεξε το ρολόι στο χέρι του. Προσπάθησε να διαβάσει την ώρα, αλλά δεν μπορούσε να διακρίνει τους δείκτες του ρολογιού. Μπήκε σε σκέψεις. Μήπως βρισκόταν πάλι σε όνειρο; Πού είχε κοιμηθεί; Πότε; Βρισκόταν όντως στο σπίτι του Θανάση;
Είχε χαθεί στην προσπάθειά της να βρει μία απάντηση στις απορίες της, όταν ξαφνικά ένιωσε ένα χέρι στον ώμο της. Ο Αλέξης την κοιτούσε με ένα γλυκό χαμόγελο. «Κοίτα τα φωτεινά αστέρια!» επανέλαβε. «Το Σάββατο θα βρεθείς και εσύ ανάμεσά τους».
Η Μάρα ένιωσε το αίμα να παγώνει στις φλέβες της, καθώς συνειδητοποίησε τα λόγια του. Παρατήρησε αμίλητη την έκφρασή του. Το χαμόγελό του άρχισε να μεγαλώνει, τα μάτια του είχαν γουρλώσει. Η γλυκιά του έκφραση είχε αντικατασταθεί με μία αποκρουστική, σχεδόν απόκοσμη. Ανατρίχιασε, και απομακρύνθηκε οπισθοχωρώντας αργά, μέχρι που η πλάτη της ακούμπησε το κάγκελο. Τα σκούρα μάτια του παρέμεναν καρφωμένα πάνω της, την παρατηρούσαν, καθώς ο ίδιος ξεκίνησε να την πλησιάζει με σταθερό βήμα, και το χαμόγελο να πλαταίνει όλο και περισσότερο στα χείλη του.
YOU ARE READING
Κάτω Από Την Επιφάνεια
AdventureΗ Μάρα ήταν ένα πολυάσχολο κορίτσι, γεμάτη ενέργεια και περιέργεια για νέα πράγματα. Στα δέκατα έκτα γενέθλιά της και μετά την συναυλία της, την βρίσκει ο πατέρας της, που είχε πλέον βγει από την φυλακή, κάνοντας το αίμα να παγώσει στις φλέβες της...