ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10

38 1 1
                                    

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10

Η βροχή συνεχιζόταν απτόητη, εδώ και αρκετή ώρα. Η Μάρα καθόταν κουκουλωμένη με μία κουβέρτα στον καναπέ του σαλονιού, όσο ο Μάιλς στεκόταν όρθιος, στηριγμένος στον τοίχο δίπλα από την μπαλκονόπορτα. Κρατούσε το ένα της φύλλο ανοιχτό, και κάπνιζε ένα τσιγάρο, φυσώντας τον καπνό έξω.

«Μάιλς;» ρώτησε διστακτικά η κοπέλα.

Ο άνδρας μουρμούρισε ερωτηματικά, χωρίς να γυρίσει να την κοιτάξει.

«Θα...θα τον σκότωνες αλήθεια;»

Για λίγο απλώθηκε ησυχία. Τότε ο άνδρας γύρισε και την κοίταξε, με μία απαθής έκφραση. Δεν απάντησε αμέσως. Έβαλε το τσιγάρο ανάμεσα στα χείλη του, και ρούφηξε μία φορά. «Όχι» είπε τελικά, με βραχνό τόνο, και άφησε τον καπνό να βγει αργά από το στόμα του. Η Μάρα ένιωσε μία ανακούφιση, που όμως γρήγορα εξαφανίστηκε, όταν ο άνδρας συνέχισε να μιλάει: «Θα τον έβρισκα. Θα τον έπιανα και θα τον έσπαγα στο ξύλο. Δεν θα σταματούσα, μέχρι το πρόσωπό του να γεμίσει αίματα και να μην μπορεί να ανοίξει τα μάτια του. Θα τον άφηνα να υποφέρει. Όσο υπέφεραν άλλοι εξαιτίας του. Το να τον σκότωνα εν ψυχρό δεν θα είχε κανένα νόημα. Όχι για κάποιον σαν και αυτόν» είπε ψυχρά και στράφηκε πάλι προς την μπαλκονόπορτα, παρατηρώντας την δυνατή βροχή.

Η κοπέλα ανατρίχιασε και μόνο στην σκέψη. Παρέμεινε σιωπηλή, κοιτάζοντας το πάτωμα χαμένη στις σκέψεις της. Λίγα λεπτά αργότερα, ο άνδρας έσβησε το τσιγάρο και με αργό βήμα πλησίασε τον καναπέ και έκατσε δίπλα της. «Πρέπει να βρούμε τί θα κάνουμε. Δεν έχεις πει τίποτα σε κανέναν έτσι;»

«Όχι» μουρμούρισε η Μάρα με σκυμμένο το κεφάλι.

«Ωραία. Λοιπόν, πότε σου είπε ότι θα σε ενημερώσει για το ποσό;» ρώτησε ψυχρά.

«Είπε ότι θα μου τηλεφωνήσει σήμερα ή αύριο».

Ο άνδρας έξυσε το πιγούνι του σκεπτικός.

«Με παρακολουθούσε» συνέχισε η κοπέλα, κάνοντάς τον να κοκαλώσει και να γυρίσει να την κοιτάξει. «Βγήκα στο μπαλκόνι να μιλήσω στο τηλέφωνο, και τον είδα στο βάθος του δρόμου. Μετά απλά...έφυγε».

«Γαμώ το κέρατό μου» μουρμούρισε ο άνδρας. «Σε είδε που ήρθες εδώ;»

«Όχι. Σιγουρεύτηκα ότι δεν με ακολουθούσε κανείς».

«Μπράβο...μπράβο» είπε σιγανά ο Μάιλς και σηκώθηκε πάλι όρθιος. Άρχισε να περιφέρεται αναστατωμένος στον χώρο.

Κάτω Από Την ΕπιφάνειαWhere stories live. Discover now