ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17-18

15 1 1
                                    


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17


«Ευχαριστούμε» μουρμούρισε η Μάρα, αφού η Μαριάνθη είχε φύγει.

Ο άνδρας γέλασε σιγανά. «Μου χρωστάς».

«Τί;»

«Δύο στα δύο» είπε και χαμογέλασε.

Η Μάρα μουρμούρισε ειρωνικά, χωρίς να απαντήσει.

«Λοιπόν, αυτός είναι καθηγητής σας;»

«Ναι, της ιστορίας. Τον μισώ, δεν θέλω να τον βλέπω ούτε ζωγραφιστό! Νομίζω με έχει βάλει στο μάτι, και δεν ξέρω και γιατί! Ήξερε το όνομά μου από την πρώτη μέρα, ενώ δεν τον είχα ξαναδεί στην ζωή μου!»

«Να σε έχει βάλει στο μάτι; Όχι βρε!» ειρωνεύτηκε ο Μάιλς και φύσηξε τον καπνό προς τα πάνω. «Ήξερε το όνομά σου ε; Αυτόν πώς τον λένε;»

«Καραγιάννη. Το μικρό δεν το θυμάμαι...» Η Μάρα δίστασε συνειδητοποιώντας τί είχε πει και σε ποιον μιλούσε. Γύρισε και τον κοίταξε. Τα μάτια του είχαν γουρλώσει. Σκέφτονταν το ίδιο πράγμα, ήταν σίγουρη.

«Είσαι...σίγουρη;»

«Ναι».

Απλώθηκε σιωπή.

«Θέλω να μάθω» είπε ξαφνικά η Μάρα.

«Υπομονή».

«Πόσο ακόμα;»

Ο Μάιλς αγνόησε την ερώτηση και συνέχισε να περπατάει αμίλητος.

«Είναι άδικο! Θέλω να μάθω!» επέμεινε η κοπέλα.

«Τί φαγητό φτιάχνει η γιαγιά σου σήμερα, ξέρεις;»

«Αλλάζεις θέμα!» του απάντησε απότομα.

«Λέγε».

Η Μάρα αναστέναξε. «Κάτι που δεν θα μου αρέσει, είμαι σίγουρη».

Ο Μάιλς την κοίταξε και ένα αμυδρό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του, η κοπέλα όμως εξακολουθούσε να είναι εκνευρισμένη. «Τί σχέση έχει αυτό;» συνέχισε.

«Μία πίτσα μήπως ακούγεται καλύτερη;» ρώτησε ειρωνικά, αλλά ακόμη χαμογελαστός.

Η Μάρα γύρισε και τον κοίταξε απορημένη. Εκείνος γέλασε με την έκφρασή της, αποκαλύπτοντας μία σειρά από κατάλευκα, ίσια δόντια, που η κοπέλα δεν είχε προσέξει μέχρι τότε. «Πες μου, θέλεις;»

«Γιατί όχι;»

«Από πού παίρνεις πίτσα συνήθως;»

«Είναι ένα μαγαζί, εδώ κοντά».

Κάτω Από Την ΕπιφάνειαWhere stories live. Discover now