ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14
Η Μάρα καθόταν στον πάγκο της κουζίνας, με τα γόνατά της λυγισμένα κοντά στο στήθος της, καθώς η κοιλιά της είχε αρχίσει ξανά να την πονάει. Είχε χαθεί στις σκέψεις της, καθώς είχαν περάσει περίπου δέκα λεπτά αφότου ο Μάιλς είχε βγει στο μπαλκόνι να καπνίσει. Δεν είχαν μιλήσει καθόλου. Της είχε ανακοινώσει μόνο αυτό, και χωρίς να περιμένει απάντηση είχε ήδη κλείσει την μπαλκονόπορτα πίσω του, αφήνοντας την κοπέλα σύξυλη, μόνη της στην κουζίνα.
Λίγα λεπτά αργότερα, ακούστηκε η μπαλκονόπορτα, και η Μάρα γύρισε απότομα. Είδε τον Μάιλς να μπαίνει μέσα, και ύστερα να κλείνει την κουρτίνα. Κατευθύνθηκε προς το μέρος της και στάθηκε μπροστά της.
«Γιατί κάθεσαι έτσι;» ρώτησε, βλέποντας τα πόδια της ανεβασμένα στον πάγκο, και τα χέρια της τυλιγμένα γύρω τους.
«Πονάει η κοιλιά μου...» μουρμούρισε εκείνη.
«Θέλεις ένα παυσίπονο;»
«Όχι ακόμη...Αν δω ότι χειροτερεύει θα πάρω».
«Τότε να σου δώσω ένα να βάλεις στην τσάντα».
Η Μάρα τον κοίταξε συνοφρυωμένη. «Τί εννοείς; Ποια τσάντα;»
«Θα σε πάω στον Θανάση, δεν είπαμε;» ρώτησε ο άνδρας, φυσικά χωρίς να περιμένει απάντηση, αφού από ό,τι φαινόταν, για αυτόν η απάντηση ήταν αυτονόητη.
Η Μάρα όμως δεν την θεωρούσε καθόλου αυτονόητη. «Γιατί να πάω στον παππού;» παραπονέθηκε και άφησε τα πόδια της να κρεμαστούν από τον πάγκο.
«Σου εξήγησα και πριν Μάρα...Μην τα ξαναλέμε» αποκρίθηκε ο Μάιλς, αποφεύγοντας το βλέμμα της. Γύρισε την πλάτη του και έβγαλε ένα μπουκάλι νερό από το ψυγείο.
«Επειδή το είπε ο Λουκάς;» ρώτησε απογοητευμένα η κοπέλα ύστερα από λίγο.
Ο άνδρας γύρισε και την κοίταξε με μία απαθής έκφραση. Σαν να είχαν επιστρέψει μήνες πίσω, τότε που το βλέμμα του ήταν κενό, αλαζονικό και ειρωνικό. Ένιωσε το στομάχι της να σφίγγεται. Είχαν φτάσει μέχρι εδώ, είχε περάσει τόσα πολλά, μόνο και μόνο για να επιστρέψει πάλι από εκεί που είχε αρχίσει.
«Επειδή είναι το σωστό» αποκρίθηκε κοφτά ο Μάιλς και αφού την πλησίασε, άφησε το μπουκάλι δίπλα της.
«Μα...» ξεκίνησε η κοπέλα, αλλά την διέκοψε.
«Πρέπει να συμφωνήσουμε σε κάτι» είπε, κάνοντάς την να μπει σε ένα σωρό σκέψεις μέχρι να συνεχίσει. Έχωσε τα χέρια του στις τσέπες του τζιν του και την κάρφωσε με το βλέμμα του, που παρέμενε απαθές. «Αυτή τη βδομάδα, μέχρι το βράδυ της συναυλίας, όπως έχουμε ήδη πει, δεν θα συναντηθούμε καθόλου και πουθενά. Αν χρειαστείς κάτι, το οτιδήποτε...» ξερόβηξε «...όσον αφορά την υπόθεση δηλαδή...θα με πάρεις τηλέφωνο. Πέρα από αυτό όμως, αφού τελειώσει όλη αυτή η ιστορία και ο Αλέξης βρεθεί επιτέλους πίσω από τα κάγκελα, θα τα ξεχάσεις όλα».
YOU ARE READING
Κάτω Από Την Επιφάνεια
AdventureΗ Μάρα ήταν ένα πολυάσχολο κορίτσι, γεμάτη ενέργεια και περιέργεια για νέα πράγματα. Στα δέκατα έκτα γενέθλιά της και μετά την συναυλία της, την βρίσκει ο πατέρας της, που είχε πλέον βγει από την φυλακή, κάνοντας το αίμα να παγώσει στις φλέβες της...