ΚΕΦΑΛΑΙΟ 23-24

12 1 2
                                    

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 23

Η Μάρα έκανε πετάλι όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Έφτασε επιτέλους στο σχολείο. Μπήκε από την μεγάλη πόρτα και έτρεξε προς την σκάλα. Περνώντας από το γραφείο των καθηγητών, άκουσε μία γνώριμη φωνή:

«Πάλι αργοπορημένη! Τί θα γίνει;» ρώτησε ο Καραγιάννης.

Η Μάρα τον κοίταξε προσεκτικά. Είχε μόλις σηκωθεί όρθιος, αφού είχε σκύψει για να βάλει έναν φάκελο μέσα σε ένα συρτάρι.

Αυτό ήταν!

«Με ακούς παιδάκι μου;»

«Ναι κύριε...δεν θα αργήσω ξανά» αποκρίθηκε η κοπέλα, με την νέα ιδέα που γεννήθηκε, ήδη να παίρνει μορφή στο μυαλό της. Ετοιμάστηκε να φύγει, αλλά ο καθηγητής την πρόλαβε.

«Συμβαίνει κάτι και αργείς συνέχεια; Μήπως το πρόγραμμα σου είναι πολύ γεμάτο; Ή μήπως βγαίνεις πολύ έξω

Η Μάρα παραξενεύτηκε από το ξαφνικό ενδιαφέρον, αλλά δεν πίστεψε ούτε για μία στιγμή ότι ήταν αληθινό.

«Όχι, όλα καλά. Απλώς δεν είμαι πρωινός τύπος» είπε βιαστικά και ανέβηκε τρέχοντας τις σκάλες, χωρίς να περιμένει απάντηση.


Το ίδιο βράδυ έβαλε το σχέδιό της σε εφαρμογή. Ήξερε ότι ήταν παράτολμο, και δεν ήταν καθόλου σίγουρη για την επιτυχία του, αλλά το πείσμα της εξακολουθούσε να την καθοδηγεί ανέμελο.

Η ώρα κόντευε μία. Ετοιμάστηκε βιαστικά και έφυγε αθόρυβα από το σπίτι. Η Ειρήνη έλειπε λόγω της δουλειάς, οπότε δεν ανησυχούσε για κακές εξελίξεις από αυτή την πλευρά. Πήρε το ποδήλατό της και ξεκίνησε τον δρόμο προς το σχολείο. Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα, οπότε το κρύο ήταν τσουχτερό.

Πήδηξε τα κάγκελα δίπλα στην μεγάλη καγκελόπορτα του σχολείου και μπήκε σε ένα χωράφι. Σκαρφάλωσε τα κάγκελα που περιτριγύριζαν το προαύλιο και πήδηξε μέσα. Έκανε τον γύρο του σχολείου, μέχρι που βρήκε το μικρό παράθυρο μίας αίθουσας του υπογείου, το οποίο είχε αφήσει επίτηδες ανοιχτό εκείνο το πρωί. Παραδόξως δεν το είχε κλείσει κανείς. Πάτησε πάνω σε μία παλιά καρέκλα που βρισκόταν πάντα εκεί έξω, πιθανόν για χρόνια, και μπήκε μέσα από το παράθυρο.

Ο χώρος ήταν θεοσκότεινος και παγωμένος. Άναψε τον φακό του κινητού της, και για να είναι ειλικρινής, θα προτιμούσε να μην το είχε κάνει ποτέ. Η αίθουσα φάνταζε δέκα φορές πιο τρομακτική με τις σκιές πάνω στους τοίχους εξαιτίας του λιγοστού φωτός. Βγήκε γρήγορα από αυτή την αίθουσα και ανέβηκε τις σκάλες προς τον πρώτο όροφο. Έκλεισε τον φακό, μιας και το φως του φεγγαριού φώτιζε μέσα από τα τζάμια. Περπάτησε γοργά αλλά αθόρυβα κατά μήκος του διαδρόμου, μέχρι που έφτασε στο γραφείο των καθηγητών.

Κάτω Από Την ΕπιφάνειαWhere stories live. Discover now