Επίλογος (μέρος πρώτο)

374 30 3
                                    


Άνοιξε τα μάτια της  και τέντωσε ενοχλημένη το κορμί της. Ο ήλιος έχει ξυπνήσει εδώ και αρκετές ώρες και την τυραννάει.

Το σώμα του Αχιλλέα που ακουμπάει πάνω της , χαλαρώνει κάθε έντονη δράση της,

Κοιτάζει το ρολοι και έπειτα πιάνει στα χέρια της το κινητό.

Βλέπει τις τρεις αναπάντητες κλήσεις του.

Καταπίνει στραβά. Το στήθος της γεμίζει αβεβαιότητα.

Σκέφτεται ξανά και ξανά το ίδιο πράγμα.

Μα όταν ο Αχιλλέας γυρνάει και την τραβάει μέσα στον ύπνο του για μια αγκαλιά , η ασφάλεια που την κυκλώνει είναι απερίγραπτη.

Και για λίγο , αν και ξύπνια , κουρνιάζει στο άγγιγμα του.

Δέχεται την στοργή του διψασμένη και παραμένει ακίνητη.

Χαμογελάει αμυδρά.

Όλα φαντάζουν υπέροχα.

Όλα είναι τόσο καλά που τίποτα από όλα αυτά δεν μοιάζουν αληθινά.

+++

Παίρνουν το πρωινό τους συζητώντας χαλαρά για τις καλοκαιρινές διακοπες τους που πλησιάζουν.

Μέχρι που το τηλέφωνο ξανά χτυπά.

Και το κοιτάζει.

Το βλέμμα της το εξετάζει ο ξανθός Άγγελος απέναντι της με προσοχή και καταλαβαίνει αμέσως περί τίνος πρόκειται.

«Αν θες μπορώ να πάω μέσα.»
«Όχι φυσικά!»

Και το σηκώνει , τόσο απλά.

Ίσως αυτή η δήλωση του και αυτή η πρωτοβουλία του να της έδωσε μια δύναμη.

Και μόνο που έδειξε να σκέφτεται τις ανάγκες της και την πολυπλοκότητα της είναι ιδανικό.

«Καλημέρα!» Λέει πρώτη δίνοντας του χρόνο.
«Καλημέρα , Αντιγόνη!» Ο τρόπος με την οποίο προφέρει το όνομα της είναι χειριστικός καθώς την παραπλανεί.
«Πως είναι η μικρή;»
«Είναι τέλεια. Για την ακρίβεια φαίνεται να έχει συνηθίσει πλήρως την παρουσία μου στην ζωή της.»
«Αυτό είναι ευχάριστο!»
«Ναι...»

Μια παύση που λέει πολλά. Όλα όσα δεν λένε εκείνοι!

«Μπορείς να την φέρεις σε μισή ώρα από τώρα;»
«Ναι φυσικά!»

Και κάπως έτσι τερματίζουν την κλήση τους.

Ο Αχιλλέας , από μόνος του και εξετάζοντας την κατάσταση της πρότεινε να αποχωρήσει ώστε να μην τον βρει εκεί.

The hatred that dries upWhere stories live. Discover now