Κεφάλαιο 2ο.

9.3K 550 9
                                    

-Τι σκατά; ρώτησε ο Πολ. Τι σε θέλανε πάλι στο γραφείο;

-Έχει έρθει ένας καινούριος μαλάκας, απάντησα καθώς έστριβα ένα τσιγάρο. Έχει τρελά κολλήματα ο τύπος.

-Να σε πετάξω σπίτι; ρώτησε και μου έκλεισε το μάτι.

-Δυστυχώς, είπα. Δεν θα μπορέσεις να μπεις μέσα.

-Που μέσα; ρώτησε και με πλησίασε.

-Στο σπίτι, είπα δήθεν αθώα. Δεν μπορώ σήμερα. Πρέπει να μαζέψω οπωσδήποτε.

-Καλά κούκλα μου, είπε. Έτσι και αλλιώς εμείς θα τα πούμε το βράδυ.

-Αυτά απαγορεύονται στο χώρο του σχολείου, ακούστηκε μία φωνή πίσω μου.

Ήταν εκείνος ο καθηγητής, φυσικής ή ότι σκατά ήταν. Κούκλος, νέος, υπέροχη φωνή, ψηλός και γυμνασμένος αλλά πολύ μπάρμπας ρε αδερφέ. Ούτε παππούς μου να ήταν.

-Το σχολείο τελείωσε, είπα. Δρόμο.

-Θα μου μιλάς καλύτερα, είπε. Και θα συμπεριφέρεσαι σαν μαθήτρια. Δεν θα τρίβεσαι με τον οποιονδήποτε.

-Άμα γουστάρω θα πηδηχτώ κιόλας, είπα. Δεν καταλαβαίνω το θέμα σου.

-Έλα θείο, είπε ο Πολ. Τραβά σπιτάκι σου.

Ανέβηκα στη μηχανή του και φύγαμε.

Όταν έφτασα σπίτι με περίμενε μια ευχάριστη έκπληξη. Η γιαγιά μου είχε γυρίσει. Νόμιζα δεν θα την ξανά έβλεπα ποτέ. Ήταν η μαμά του μπαμπά. Είχε καρκίνο, αλλά τον ξεπέρασε. Βρήκε έναν άντρα τον παντρεύτηκε, και γύρισαν όλο τον κόσμο μαζί. Κυριολεκτικά, μιλάμε για τρελόγρια. Νόμιζα ότι δεν θα την ξαναδώ ποτέ. Μου είχε λείψει. Έτρεξα στην αγκαλιά της.

-Μωρό μου, είπε και με αγκάλιασε. Τι κάνεις πως είσαι;

-Μια χαρά γιαγιά, είπα. Εσύ;

-Μια χαρά παιδί μου, είπε. Γύρισα σπίτι και είδα τη μαμά σου μέσα. Κοιμάται.

-Δεν κοιμάται, είπα. Μεθυσμένη και μπαφιασμένη είναι.

-Τι λες παιδί μου για τη μάνα σου; ρώτησε.

-Βρωμάει από τον διάδρομο γιαγιά, είπα και έβγαλα το φούτερ.

Έμεινα με το φανελάκι και τη μαύρη φόρμα.

-Ποτέ τα έκανες όλα αυτά; ρώτησε δείχνοντας το μανίκι που είχα στο χέρι μου.

-Ένας φίλος το έκανε γιαγιά, είπα. Έχει τίποτα να φάμε;

-Πήγα στο σουπερμάρκετ, είπε. Τίποτα δεν είχε εδώ πέρα. Σου έφτιαξα κέικ που σου αρέσει.

Τα πάντα μου, εσύ. Wo Geschichten leben. Entdecke jetzt