Κεφάλαιο 7ο.

7.4K 481 5
                                    

Με γύρισε σπίτι με το αμάξι του. Εκεί ήταν η γιαγιά, η οποία δεν είχε ιδέα. Αλλά με περίμενε ένα άλλο πρόβλημα στο σπίτι.

-Σίντνεϊ πήγαινε να ξυπνήσεις τη μαμά σου, είπε. Είναι χάλια. Βρήκα σκόνη, και χόρτο μέσα στο δωμάτιο της.

-Αποκλείεται γιαγιά, είπα. Δεν μπορώ να μπω εκεί μέσα.

-Θα έρθω μαζί σου εκεί μέσα, είπε. Πρέπει να τη σταματήσουμε.

Χτύπησα την πόρτα και απάντηση δεν πήραμε. Μπήκαμε σιγά σιγά μέσα. Τα πατζούρια κλειστά και εκείνη ήταν στο κρεβάτι. Το δωμάτιο βρώμαγε μπάφο, αλκοόλ, κόκα. Γύρω τις βρίσκονταν μπουκάλια από ποτά, σακουλάκια με μπάφο και κόκα ξεχυμένα στο πάτωμα και λίγες σύριγγες.

-Τι δουλειά έχουν οι σύριγγες εδώ; ρώτησα.

Η γιαγιά μου έκανε νόημα να σωπάσω. Την πλησίασα στο κρεβάτι. Της μίλησα. Μία. Δύο. Τρεις φορές. Δεν μου απάντησε. Δεν κοιμόταν. Είχε καρφώσει τη σύριγγα στο χέρι της. Και απλά καθόταν εκεί.

Δεν μπορούσα να το βλέπω όλο αυτό το θέαμα. Βγήκα έξω από το δωμάτιο, άρπαξα κλειδιά και τσιγάρα και βγήκα έξω. Η γιαγιά προσπάθησε να με προλάβει αλλά δεν τα κατάφερε. Είχα βάλει τα κλάματα. Βγήκα έξω από την πολυκατοικία και έπεσα πάνω σε κάποιον. Ήταν ο Μάιλς.

-Σίντνεϊ; ρώτησε. Κλαις;

-Άσε με να φύγω, είπα. Δεν σε αφορά.

-Σίντνεϊ τι συνέβη; ρώτησε. Κοίταξε με.

Προσπαθούσα να του ξεφύγω. Εκείνος όμως με κράτησε σφιχτά και με πόνεσε. Με έκρυψε στην αγκαλιά του. Έβγαλε ένα χαρτομάντιλο και μου σκούπισε τα δάκρυα και τη μάσκαρα κάτω από τα μάτια.

-Τι κάνεις εσύ εδώ; ρώτησα.

-Ξέχασες το κινητό σου, είπε και μου το έδωσε. Δεν φαίνεσαι εντάξει.

-Να μην σε νοιάζει, είπα.

-Σίντνεϊ, έτριξε. Σε βλέπω μέσα στα κλάματα να φεύγεις.

-Να κοιτάς τη δουλειά σου, είπα.

-Πάμε για έναν καφέ, είπε.

-Θέλω να μείνω μόνη μου, είπα.

-Δεν θα νιώσεις καλύτερα, είπε. Και το βράδυ που θα πας σε κάποιον από τους πολλούς δεν θα είσαι καλύτερα ψυχολογικά. Έλα πάμε.

Ξεφύσηξα.

-Δεν έχω πάρει μαζί μου λεφτά, είπα. Έφυγα πολύ βιαστικά.

-Δεν υπάρχει λόγος να το συζητάμε, είπε και με τράβηξε από το χέρι.

Μπήκαμε στο αυτοκίνητο του. Πήραμε MacDonalds και πήγαμε σπίτι του. Κάτσαμε εκεί και φάγαμε.

Τα πάντα μου, εσύ. Où les histoires vivent. Découvrez maintenant