Κεφάλαιο 4ο.

8.1K 527 11
                                    

Μετά τον Άλεξ πήγα στη γιαγιά μου. Είχε φτιάξει φαγητό και γλυκό και ήταν υπέροχα. Ήταν από τις μόνες φορές που ένιωσα ότι έχω μία πραγματική οικογένεια.

-Γιατί δεν λες στη μαμά σου να έρθει εδώ; ρώτησε η γιαγιά.

-Έλα τώρα, είπα. Πλάκα κάνεις; Εδώ δεν μπορεί να πάει να κάνει μπάνιο ή να πιει νερό. Αναγκάζομαι κάθε μέρα να της πηγαίνω μπουκάλια με νερό και φαγητό μπας και ζήσει.

-Μην μιλάς έτσι για εκείνη είναι μητέρα σου, είπε. Σε αγαπάει.

-Πολύ ωραίος τρόπος να μου το δείχνει, είπα. Και όχι δεν είναι μητέρα αυτή. Με έχει αφήσει στην τύχη μου. Ούτε καν την ένοιαξε που μεθάω, καπνίζω, πάω με όποιον να 'ναι, ότι δεν διαβάζω, έμεινα στην τάξη, ξενυχτάω. Θες και άλλα;

-Και συ όμως, είπε. Δεν έχεις πάρει και τον πιο ωραίο δρόμο. Δεν είναι ωραία αυτά που κάνεις.

-Άμα είχα μάνα δεν θα τα έκανα, είπα.

-Πρέπει να ξεκόψεις το ξέρεις έτσι; ρώτησε. Πήραν τηλέφωνο στο σπίτι από το σχολείο την ημέρα που ήρθα και είπαν ότι έσπασες τη μύτη μιας κοπέλας. Δεν ήθελα να σου πω κάτι.

-Θα ξεκόψω όταν βρω μια δουλειά, είπα.

-Εγώ για το καλό σου το λέω, είπε.

-Γιαγιά, είπα σοβαρά. Ξέρω να προστατεύομαι.

Εκείνη αναστέναξε, μου φίλησε το μέτωπο και μου έδωσε ένα πιάτο με μπισκότα.

Την επόμενη μέρα, ήρθε η γιαγιά και με ξύπνησε. Είχα κοιμηθεί στο σπίτι της.

Όταν πήγα σχολείο έπεσα πάνω στον μαλάκα.

-Πέρασες καλά εχθές; ρώτησε με ειρωνεία.

-Άντε γαμήσου πρωί πρωί, είπα.

Με τράβηξε από τον αγκώνα και με έβαλε μέσα στην αποθήκη της καθαρίστριας.

-Τι σκατά κάνεις μωρέ; ρώτησα.

-Σε εμένα θα μιλάς με ωραίο τρόπο, είπε. Και όταν σε ρωτάω κάτι θα απαντάς.

-Ναι πέρασα υπέροχα εχθές, είπα ειρωνικά. Αυτό θες να ακούσεις;

-Και τι αηδία γύρισες και μου πες πριν φύγεις εχθές; ρώτησε.

-Σιγά που ήταν και αηδία, είπα γελώντας. Λες και δεν σ'αρέσει.

-Γαμώτο θα μου μιλάς στον πληθυντικό, είπε.

-Υπεκφεύγεις, είπα και του χαμογέλασα. Και για να ρωτήσω το άλλο, γιατί με έφερες εδώ είπαμε;

Με κοίταξε περίεργα. Ξεροκατάπιε και έγινε κατακόκκινος.

-Ήθελες να έχεις την τύχη του μπάρμαν; ρώτησα και άνοιξα τη ζακέτα μου.

-Είμαι καθηγητής σου και απαιτώ σεβασμό δεσποινίς, φώναξε.

-Θες να σου πω αλήθεια που να τον βάλεις τον σεβασμό; ρώτησα.

-Θα σε δείρω, απείλησε.

-Γουστάρω, είπα και τον πλησίασα.

Με κοίταξε και άρχισε να χαλαρώνει την γραβάτα του.

-Γαμώτο, ψέλλισε.

-Τι; ρώτησα και του χαμογέλασα ειρωνικά.

-Βουλωσέ το, είπε νευριασμένος.

-Κάτι πρέπει να κάνεις εσύ για αυτό, είπα και τον πλησίασα σε απόσταση αναπνοής.

Όρμηξα στα χείλη του και τον φίλησα. Εκείνος ανταπέδωσε στον ίδιο ρυθμό. Με σήκωσε πάνω του και με στήριξε πάνω στον τοίχο.

Μας διέκοψε το κουδούνι. Κατέβηκα από πάνω του και τον κοίταξα με σηκωμένο φρύδι.

-Ήξερα ότι το ήθελες και συ, είπα και βγήκα έξω.

Ελπίζω να σας άρεσε. Μέχρι το επόμενο κεφάλαιο, να περνάτε καλά και να χαμογελάτε. Φιλάκια!💓

Διαβάστε επίσης:
°Έρωτας του μυστηρίου.
°Όσα μπορεί να αντέξει η αγάπη.

Ακολουθήστε με σε:
°Snapchat: raphaelaa_elric.
°Instagram: raphaela_elric.

Τα πάντα μου, εσύ. Donde viven las historias. Descúbrelo ahora