Λουκάς
"Νιώθω άσχημα". Αποκαλύπτω στον κύριο ηλίθιο. "Μην νιώθεις! Αφού την γουστάρεις, άσε τα πράγματα να πάρουν δράση!" Μου λέει και πίνει λίγη μπίρα, μετά στρέφει την προσοχή του στον Μπομπ τον Σφουγγαράκη.
"Ναι! Να πάρουν δράση, όχι να σχέδιασουμε εμείς οι δύο ολόκληρο τσακωμό για να έρθω εγώ με εκείνη πιο κοντά! Άσε που δεν βοήθησε και πουθενά". Του λέω και τον χτυπάω στον σβέρκο του. Εκείνος κάνει μια γκριμάτσα πόνου και άνοιγει το στόμα του χωρίς να βγάζει κανένα απολύτως ήχο. "Το σχέδιο 'Βενετία' θα κυλήσει!" Μου λέει τελικά και τρίβει το βαβά που του έκανα πριν λίγο.
"Το σχέδιο 'Βενετία'; Τι βλακείες λες;" Του λέω προσπαθώντας να μην του δώσω και άλλη να πάει από 'κει που ήρθε. "Να... Το σχέδιο 'Βενετία' είναι ένα σχέδιο που κατάστρωνα όσο εσύ αντί να την πιάσεις και να την φιλήσεις, της μιλούσες σαν φλώρος που είσαι". Μου αναλύει και κουνάω κοροϊδευτικά το κεφάλι μου.
"Την πρώτη και την δεύτερη φάση, πρέπει να πω ότι την κατάφερες και μόνος σου. Τώρα, όμως, θα πρέπει να πάμε στην τρίτη φάση: να την κάνεις να σε εμπιστευτεί ακόμα περισσότερο, ώστε η εμπιστοσύνη που θα έχετε στην μελλοντική σας σχέση να είναι απεριόριστη και να μην κλονίζεται". Τι του βάζουν στο καφέ; Ή μήπως, τι παίρνει και δεν μου δίνει;
"Θα σταματήσεις επιτέλους;" Ρωτάω αγανακτησμένος με τις βλακείες που λέει. "Αφού την γουστάρεις, αφού είσαι τσιμπημένος μαζί της, αφού σου αρέσει, αφού -λογικά- είσαι ερωτευμένος μαζί της, γιατί ρε φλώρε δεν κάνεις κίνηση;" Μου λέει και κλασσικά παίρνει ένα μαξιλάρι, το οποίο μέσα σε δευτερόλεπτα γίνεται ένα με την μούρη μου.
"Γιατί είμαι ένα χάος!" Του λέω και του επιστρέφω το ίδιο επιθετικά το όπλο του. Καλά, και εκείνη ένα χάος είναι, τουλάχιστον αυτή είναι ωραίο χάος. "Ναι, οκ, έγινε ό,τι έγινε με την παράλογη οικογένεια σου δεν χρειάζεται όμως αυτό να σε κρατάει πίσω!" Με συμβουλεύει και το μαξιλάρι προσγειώνεται πάλι πάνω μου. Έχω αρχίσει να πιστεύω πως το μαξιλάρι είναι ερωτευμένο μαζί μου και ο Μάνος το ξέρει, έτσι προσπαθεί αν μας κάνει κονέ.
Σόρρυ μαξιλάρι, σε βλέπω φιλικά. Βρες κάποιον άλλον. Δεν ήταν γραφτό.
"Μάνο, σκάσε". Του λέω επιθετικά, πιάνω το καφέ φονικό όπλο του κυρ Εμμανουήλ και το βάζω όμορφα και ήσυχα στην θέση του. "Εγώ λέω πάντα την αλήθεια". Μου λέει και γελάω.
Αχ... Αυτό μου θύμησε την γιαγιά μου."Επίτηδες το είπες τώρα αυτό ρε ζώον;" Τον ρωτάω με, πλέον, πεσμένη την διάθεση και ανακάθομαι στο καναπέ. "Ναι, το είπα. Ήθελα να σου δείξω πόσο πολύ σε επηρεάζει ακόμα". Μου λέει και εγώ φυσικά τον κοιτάω με μισό μάτι. "Πώς να μην με επηρεάζει ρε Μανώλη;" Τον ρωτάω ειρωνικά και ο κυρ Ξερόλας μη ξέροντας τι να πει, κοιτάει την μπίρα του και ύστερα πίνει λίγο από αυτήν.
"Ξέρω πως τα περισσότερα ψυχολογικά σου, τα απόκτησες μετά από τον θάνατο της μητέρα σου και κυρίως έχουν πρωταγωνιστή τον πατέρα σου, αλλά μη το αφήνεις να σε κρατάει κάτω". Με συμβουλεύει και τον κοιτάω για λίγο, ύστερα παίρνω το τσιγάρο, τα σπίρτα και το ανοίγω μετά το τοποθετώ στα χείλη μου και νιώθω τον καπνό στους πνευμονές μου.
"Και κόψε το κάπνισμα, επιτέλους! Από τα δεκαπέντε σου καπνίσεις πια!" Μου λέει και μου παίρνει από τα χείλη το τσιγάρο. "Μην μου λες τι να κάνω!" Του λέω κοροϊδευτικά και ξαναπαίρνω το τσιγάρο μου.
"Τέλος πάντων... Τι άλλα νέα;" Με ρωτάει και εγώ σηκώνω το φρύδι μου. Με το παιδάκι είμαι μαζί όλη την μέρα. Τι διαφορετικό πιστεύει πως θα έχει γίνει; "Εδώ, μωρέ, απλώς προσπαθώ να ανεχτώ ένα ηλίθιο που, δυστυχώς, κάνω παρέα". Του λέω ειρωνικά και αυτός με την παλάμη του μου χτυπάει τον καημένο μου σβέρκο.
"Θα σου πω εγώ λοιπόν τα νέα σου, θα πάρεις τώρα τηλέφωνο, σαν παραδοσιακός τύπος που είσαι και θα της πεις να βγείτε!" Ναι, καλά, κάνε όνειρα. Εξάλλου είναι δύο τα ξημερώματα, η Βενετία θα κοιμάται.
Το βλακώδες πλάσμα που έχω για φίλο παίρνει, ξαφνικά, το κινητό μου και μετά από λίγο μου το δίνει, όσο το ακουστικό χτυπάει.
Πήρε κάποιον και όλοι ξέρουμε ποιον.
"Τι θες από την ζωή μου Λουκά;" Ακούγεται η κοιμησμένη φωνή της Βενετίας να μου λέει. Στην φαντασία της θα βγαίνει σαν την Σαμάρα, από την οθόνη του τηλέφωνου μου και απλά με φονεύει με τον χειρότερο τρόπο ενώ τον Μανώλη θα τον δολοφονήσει, ώστε να μην υπάρχουν μάρτυρες από τον ακαρίαιο μου θάνατο. "Ναι... Εμ... Αναρωτιόμουν αν μπορείς να μου πεις αν αυτό που θα σου παίζω ακούγεται σωστά". Της λέω για να καλύψω το απρόσμενο τηλεφώνημα μου και τρέχω γρήγορα στο πιάνο που έχω στο σαλόνι.
Της παίζω κάτι σαν νανούρισμα ώστε να μπορεί, αφού το κλείσουμε, να κοιμηθεί καλύτερα, δεν ξέρω αν θα πετύχει, βέβαια. "Ναι... Ήταν υπέροχο". Μου λέει νυσταγμένα και μετά δεν ακούγεται τίποτα από την άλλη γραμμή. "Βενετία;" Η γλυκούλα μάλλον θα κοιμήθηκε...
"Ονειρά γλυκά, αγάπη". Της εύχομαι και τερματίζω την κλήση. "Είσαι πολύ φλώρος όταν πρόκειται για έρωτες εεε Λουκάνικακο;" Για άλλη μια φορά μου λέει κοροϊδευτικά και το μαξιλάρι που τόσο με ποθεί, γίνεται ένα με το πρόσωπο μου.
______________________________________Χρόνια πολλά βρε!♡
YOU ARE READING
Luna Park
Teen FictionΕξώφυλλο από: Elizayoloooo "Δεν μου είπες... Γιατί καπνίζεις;" Τον ρώτησα με περισσότερο ενδιαφέρον από όσο θα έρπεπε. Εκείνος απλώς γέλασε. "Άλλοι καπνίζουν γιατί τους αρέσει η αίσθηση του καπνού μέσα τους. Εμένα μου αρέσει η αίσθηση του αργού θ...