Εδώ και κάτι βδομάδες βοηθάω τον Λουκά με τα τραγούδια έτσι περνάμε αρκετή ώρα μαζί και πρέπει να πω πως η παρέα του είναι ωραία.
Να κάτι που δεν περίμενα.
Το μόνο που με πληγώνει στην όλη ιστορία είναι η αδιαφορία που δείχνουν για μένα, οι δικοί μου. Σαν να μην υπάρχω μες στο σπίτι, πες εντάξει για τους γονείς μου, αλλά δεν περίμενα κάτι τέτοιο από τον Στέλιο.
Να αδιαφορεί τόσο πολύ για το ίδιο του το αίμα; Εγώ που προσπαθούσα να είμαι εκεί σε όλα γι'αυτόν; Εγώ που είχα σαράντα πυρετό ενώ εκείνος να είχε κάτι δέκατα και τον φροντίζα; Αυτό είναι το ευχαριστώ σαν πράξη;
Η αδιαφορία;Ωραίος είσαι man!
Χωρίς να το καταλάβω άρχισα να κλαίω, εκεί, καθισμένη στο σκαμπό του πιάνου στο σχολείο περιμένοντας τον Λουκά. Άρχισα να κλαίω για όλα αυτά, ήξερα πως είχα απομακρυθεί από τους δικούς μου αλλά όχι και τόσο πολύ που να μην τους ενδιαφάρει η ύπαρξη μου. Άκουσα βήματα να έρχονται, σκούπισα γρήγορα τα δάκρυα μου και πήρα μια βαθία ανάσα.
Τι καλό κλαψιάρικο που είμαι μωε!
Ο Λουκάς έκατσε δίπλα μου και γύρισε λίγο το σώμα του ώστε να με βλέπει, όταν παρατηρεί τα μάλλον κόκκινα από το κλάμα μάτια μου, παίρνει ένα σοβαρό ύφος και εξαφανίζεται το χαζοχαρούμενο χαμόγελο που υπήρχε πριν με παρατηρήσει.
"Είσαι καλά; Τι έπαθες;" Με ρωτάει και στρέφει όλο του το σώμα για να με βλέπει καλύτερα. "Εμ... Όχι, άκυρο σήμερα, πάω σπίτι". Του απαντάω και απορώ με τον εαυτό μου που αποκάλυψε την αλήθεια στον Λουκά.
"Όχι, δεν θα πας σπίτι. Θα έρθεις μαζί μου". Μου λέει όσο σηκώνεται, ακολουθώ την ίδια πράξη και εγώ. "Τι εννοείς με αυτό;" Τον ρωτάω και εκείνος χαμογελάει. Τελικά δεν έχει λακάκια, πίστευα πως είχε, αλλά έκανα λάθος. "Θα δεις". Μου λέει και με παίρνει από το χέρι.
[...]
Ύστερα από τρία λεωφορεία και πέντε στάσεις μετρό, βγήκαμε σε μια παραλία. Δεν έκανε ευτυχώς τόσο κρύο έτσι με αυτά που φορούσα ήμουν κοπλέ. Ο Λουκάς φαινόταν σκεπτικός στην διαδρομή ενώ εγώ από πίσω να τον ακολουθώ όπως τα παπάκια την μητέρα τους. Δεν ήξερα και τι άλλο να κάνω, για κάποιο λόγο απλώς χαλώρασα λίγο και τον άφησα να με πάει όπου θέλει, αν δω βέβαια πως το πράγμα ξεφεύγει, θα ξε-φύγω από εδώ μαζί του
"Φτάσαμε Βενετία, τώρα κρατήσου, γιατί έχουμε να ανεβούμε ένα μικρό λόφο". Μου ανακοινώνει και ξαφνικά μπροστά μου εμφανίζεται ένας βράχος. "Τι τον κοιτάς; Ανέβα!' Με συνεφέρει στην πραγματικότητα ο Λουκάς που βρισκόταν ήδη πάνω στο βράχο και τον σκαρφάλονε. Τον υπακούω και αρχίζω σα χάνος αρχίζω να ανεβαίνω τον βράχο.
Όταν επιτέλους φτάνω στην κορυφή ο Λουκάς έχει τεντώσει το χέρι του ώστε να με τραβήξει. Τα πόδια μου πλέον βρίσκοται στην κορυφή του βράχου και όχι σε κάτι πετραδάκια που μπορώ άνετα να πέσω και μετά, bye bye Venetia. Forever...
Καθόμαστε κάτω και κοιτάμε το τοπίο. Είναι πραγματικά υπέροχα εδώ. Αλλά δεν καταλαβαίνω.
-Όχι που θα το έκανα-."Γιατί με έφερες εδώ;" Τον ρωτάω και τον κοιτώ, διαπιστώνοντας πως εκείνος το έκανε ήδη. Χασκογελάει και εγώ γυρίζω κυκλικά τα μάτια μου. "Θα καθαρίσεις τον εσωτερικό σου κόσμο εδώ, βλέποντας το κύμα της θάλασσας να σκάει σε αυτό το βράχο". Μου λέει και ύστερα έρχεται πολύ κοντά μου.
"Και αν πετύχει, θα σε φέρνω εδώ συχνά. Αν όχι, εγώ είμαι εδώ για να μιλήσουμε, αν θες". Μου λέει γλυκά και με χώνει στην αγκαλία του. Στην ασφαλή, ζεστή αγκαλία του.
Δεν περίμενα τέτοια συμπεριφορά.
Μωρέ μπράβο, πάρε μια λιχουδία.
Την κέρδισες μωρέ αγορίνα μου όμορφη.

VOCÊ ESTÁ LENDO
Luna Park
Ficção AdolescenteΕξώφυλλο από: Elizayoloooo "Δεν μου είπες... Γιατί καπνίζεις;" Τον ρώτησα με περισσότερο ενδιαφέρον από όσο θα έρπεπε. Εκείνος απλώς γέλασε. "Άλλοι καπνίζουν γιατί τους αρέσει η αίσθηση του καπνού μέσα τους. Εμένα μου αρέσει η αίσθηση του αργού θ...