~51~ | Same old love |

415 40 38
                                    

Ο χωρισμός των γονιών μου ήταν ταυτοχρόνως τόσο απρόβλεπτος αλλά και τόσο προβλέψιμος. Δηλαδή, η μητέρα μου ήταν αυτή που έλεγε συνεχώς πόσο πολύ αγαπούσε τον μπαμπά και τώρα λέει πόσο ανυπομονεί να τελειώσει αυτό.

Δεν την αδικώ...

"Έφερα τους καφέδες μας". Λέει ο Φώτης με κέφι και αφήνει τα πέντε ποτήρια μας με δυσκολία. " Ήταν που δεν ήθελες βοήθεια εε;" Ρωτάει ειρωνικά ο Λουκάς και παίρνει ένα από αυτά για να δοκιμάσει ποιο αυτά είναι το δικό του. Αυτό ήταν. "Πού ήθελες να ξέρω ότι πέντε ποτήρια καφέ θα ήταν τόσο βαριά". Προσπαθεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του και εγώ με την Ρενέ κοιταζόμαστε.

"Βασικά είναι έξι". Ψελλίζω πραγματικά πολύ σιγανά και τα αγόρια με κοιτάνε καχύποπτα. "Καλέσαμε την Παναγιώτα". Συνεχίζει την πρόταση μου η Ρενέ. "Ποια είναι αυτή;" Ρωτάει ο Φώτης και πίνει από τον καφέ του. "Εγώ είμαι". Του λύνει την απορία η Παναγιώτα και κάθεται δίπλα του όσο το ξινό χαμόγελο της πηγαίνει αποκλειστικά στον Φώτη.

"Και εσύ ποιος είσαι;" Ρωτάει εκείνη με την σειρά της όσο πίνει από το ποτήρι της. Λογικά τσάι, δεν της αρέσει ο καφές. "Είμαι ο Φώτης". Λέει και κοιτάει εμένα και την Ρενέ με υποτιθέμενο μίσος. "Τέλεια! Τώρα που γνωριστήκαμε! Τι νέα, Μάνο;" Ρωτάει ο Λουκάς. "Τίποτα το σημαντικό, Λουκά. Εσύ, Φώτη, τι νέα;" Ρωτάει ο Μανώλης.

Μια άλλη εκδοχή της κολοκύθιας, θα παίξουμε;

"Τίποτα το σημαντικό, Μάνο. Εσύ, Ρενέ, τι νέα;" Ναι, θα παίξουμε μια άλλη εκδοχή της κολοκύθιας. "Τίποτα το αξιοσημείωτο, Φώτη. Εσύ, Παναγιώτα τι αλλά;" Ρωτάει η Ρενέ και η Παναγιώτα φαίνεται ανήσυχη. Όλοι μας την κοιτούσαμε με νόημα. "Τίποτα το αξιοσημείωτο. Ευχαριστώ που ρώτησες, Ρενέ. Εσύ, Βενετία, πώς πάει;" Με ρωτάει η Παναγιώτα εν τέλει και χαμογελάω.

"Ευχαριστώ που ρώτησες Παναγιώτα. Τίποτα το αξιοσημείωτο, μόνο που οι γονείς μου θα πάρουν διαζύγιο σε λίγες μέρες. Εσύ, Λουκά, πώς είσαι;" Τους ανακοινώνω σαν να μην έχει συμβεί τίποτα. "Κάτσε, γιατί οι γονείς σου παίρνουν διαζύγιο;" Ρωτάει η Ρενέ και με κοιτάει με συμπόνια.

Η αλήθεια είναι ότι λίγο χαίρομαι που παίρνουν διαζύγιο. Ο πατέρας ήταν εκτός ελέγχου. Δεν είμαστε άψυχα όντα. Είμαστε η οικογένεια του που τον στηρίζαμε και εκείνος σαν ευχαριστώ μας έδινε μια μεγάλη μεγάλη μπουνιά.

Η μαμά έχει ακόμα τις μελανιές και μερικές από αυτές ακόμα την πονάνε. Ο Στέλιος δεν μπορεί να κοιμηθεί καλά τα βράδυα, οι μαύροι κύκλοι κάνουν πάρτι στα όμορφα κουρασμένα του ματάκια. Όσο για μένα, ακόμα νιώθω ενοχές που ήμουν ένας από τους λόγους που τα δύο αγαπημένα μου άτομα υποφέρουν έτσι.

Απλώς μού ήταν λίγο ξαφνικό. Δεν πιστεύω ότι θα διαλυθεί η οικογένεια. Ο πατέρας έχει φροντίσει ώστε να έχει συμβεί αυτό, καιρό πριν.

"Βενετία; Είσαι καλά;" Ρωτάει ο Λουκάς ανήσυχος. "Εε; Ναι, μια χαρά". Λέω αφού έχω βγει από τον λήθαργο μου. "Πώς νιώθεις για αυτό;" Ρωτάει η Παναγιώτα. Το κατάλληλο πρόσωπο. Η Παναγιώτα. Η Παναγιώτα που ίσως έχει άλλα προβλήματα αλλά τουλάχιστον δεν υπάρχει ενδοοικογενειακή βία στην δικιά της οικογένεια.

Ελπίζω δηλαδή.

"Είμαι εντάξει. Ένας χωρισμός γονιών δεν είναι το χειρότερο πράγμα που μπορεί να μού συμβεί". Τους λέω και όλοι δείχνουν να κατανοούν όσα λέω. "Φυσικά και δεν είναι το χειρότερο πράγμα που μπορεί να σου συμβεί. Απλώς φαίνεσαι πολύ..." Ο Λουκάς προσπαθεί να μου πει κάτι και αν έχω μερικές υποψίες για το τι μπορεί να θέλει να πει αλλά νομίζω θα χρειαστώ βοήθεια.

"Φαίνεσαι πολύ χάλια. Αυτό προσπαθεί να σου πει". Ολοκληρώνει την περίοδο ο Φώτης, με τα ευγενικά του λόγια. "Σε ευχαριστώ ρε Φώτη. Είσαι πολύ ευγενικός". Του λέω και με ειρωνικότατη διάθεση.

"Χαρά μου να σε εξυπηρετώ". Λέει εξίσου ειρωνικά και προσποιείται ότι βγάζει ένα καπέλο. "Τέλος πάντων... Τι άλλα νέα;" Ρωτάει η Ρενέ και αρχίζουμε να μιλάμε περί ανέμων και υδάτων.

[...]

Συνεχίζω να κάνω κούνια στην παιδική χαρά προσπαθώντας να μην δίνω σημασία στα παιδάκια που με κοιτάνε με ένα έντονο δολοφονικό ύφος. Κοιτάω πίσω από τα κάγκελα. Κόσμος πολύς περνούσε απ'έξω. Παιδιά της ηλικίας μου, παιδιά της ηλικίας του Στέλιου, ο Λουκάς περνάει τα κάγκελα και έρχεται κοντά μου...

Τι κάνει αυτός εδώ;

"Γεια χαραντάν!" Λέει και κάθεται στην διπλανή κούνια. "Γεια και σε σένα". Του απαντάω και χαμογελάω. "Τι κάνεις εδώ;" Ρωτάω αμέσως. "Τουλάχιστον είπες 'γεια', δεν το κάνεις συχνά". Μου λέει πειράζοντας με. "Πέρασα από το σπίτι σου. Ο Στέλιος μού είπε ότι ήσουν στο πάρκο και έτσι να'μαι". Συνεχίζει τον λόγο του και μου λέει την εξήγηση της παρουσίας του εδώ.

"Τώρα πες την αλήθεια, πώς είσαι;" Μιλάει για ακόμα μια φορά, μόνος του και χαμογελάω. Ο γλυκούλης θέλει να μάθει πως είμαι. "Έχω υπάρξει και καλύτερα". Του λέω και του χαμογελάω. Εκείνος ανταποδίδει το χαμόγελο και αρχίζουμε να μιλάμε.

Πόσο χαίρομαι που βρήκα τέτοιους ανθρώπους...

Luna ParkOù les histoires vivent. Découvrez maintenant