~33~ | Μην κρίνεις αν δεν ξέρεις |

591 49 16
                                    

Λ ο υ κ ά ς

"Lover boy!" Φωνάζει για ακόμα μια φορά η Ρεγγίνα και αναστενάζω. Πρώτη φορά νιώθω τόση δυσαρέσκεια για ένα άτομο.
"Το όνομα μου είναι Λουκάς". Λέω μέσα από τα δόντια μου και κάνω μια φούσκα με την τσίχλα μου. "Το ξέρω αλλά μου άρεσει να εκνευρίζω τους άλλους". Μου λέει και αρχίζει να περπατάει μαζί με μένα.

Θέλω να πάω σπίτι μου χωρίς παρέα...

"Φαίνεται". Λέω ειρωνικά και καταλαβαίνω την επιρροή που έχει η Βενετία πανω μου. "Τι θες από την ζωή μου;" Ρωτάω και σταματάω για να φτιάξω τα ηλίθια κορδόνια μου που φυσικά ξελύθηκαν. "Τίποτα το ιδιαίτερο". Μου απαντάει όσο δένω τα κορδόνια των αθλητικών μου.
"Λοιπόν... Τι άλλα;" Με ρωτάει και την κοιτάω όταν σηκώνομαι.

[...]

"Τα νεύρα μου!" Λέω και κλοτσάω μια πέτρα. "Ηρέμησε!" Φωνάζει ο Μανώλης και προσπαθεί να ανοίξει την ομπρέλα για να μην γίνουμε μούσκεμα από την βροχή. "Πώς να ηρεμήσω ρε φίλε! Χωρίς να ξέρει άρχιζε να την κρίνει σαν να την γνώριζε από πάντα!" Φωνάζω έξαλλος.

Ο Μανώλης, πριν μου απαντήσει, σπάει την ομπρέλα μας."Σοβαρά;" Λέω προσπαθώντας να μην θυμώσω παραπάνω. "Για να δικαιολογήσω τον εαυτό μου, ήταν παλιά". Μου λέει και χαμογελάει ένοχα. "Σου έφτιαξα την διάθεση όμως!" Συνεχίζει να λέει με αυτό το χαμόγελο και με δείχνει.

"Ναι οκ!" Παραδίνομαι σηκώνοντας τα χέρια ψηλά. "Τώρα, όμως να δω πως θα πάμε στο σπίτι της Ρενέ χωρίς ομπρέλα..." Του λέω με σκοπό να του θυμίσω τι πρέπει να κάνουμε τώρα, χωρίς την μονή μας ευκαιρία να μην είμαστε σαν βρεγμένοι γάτοι.

"Θα πάμε με το λεωφορείο". Προτείνει και απορώ από πού τον βρήκαμε. "Έχουν απεργία σήμερα". Του υπενθυμίζω. Ο Μανώλης κλείνει τα μάτια του θυμωμένος από την ανοησία που έπραξε και αναστενάζει.
"Θα είναι μια πολύ μεγάλη διαδρομή... Για αυτό για πες τα προβλήματα σου στον ψυχαναλυτή Εμμανουήλ Χατζή". Με ενθαρρύνει, αρχίζει να περπατάει, μαζί του και εγώ.

"Μιλούσε απαίσια για την κοπέλα μου και μού ερχόταν να της ορμήξω". Του λέω και ήδη έχουμε γίνει σαν δυο ηλίθια που δεν είδαν τον καιρό και τώρα κυκλοφορούν στον έξω κόσμο με κάτι ζακετάκια τα οποία από τα μισά των μισών της διαδρομής βράχηκαν εφόσον βρέχει καρεκλοπόδαρα.

Ωω μισό. Όχι "σαν", είμαστε -περίπου- αυτά τα ηλίθια.

"Αυτό μου θυμίζει τον Παναγιώτη στο Δημοτικό". Μου λέει και γελάει. "Γιατί γελάς ρε; Σε είχε χτυπήσει τρελά". Του υπενθυμίζω και αυτός γυρίζει για να με κοιτάξει. "Το θυμάμαι πολύ καλά. Έχω ακόμα τα σημάδια. Αλλά εσένα δεν σου είχε κάνει τίποτα". Μου λέει και με δείχνει. "Επειδή δεν του έκανα τίποτα! Εσύ όμως-" Πάω να πω άλλα με σταματάει. "Ακριβώς! Εγώ του έκανα κάτι και μου έκανε και αυτός. Εσύ δεν του έκανες τίποτα, δεν σου έκανε τίποτα. Όμως όλοι τον γεμίζαμε επίθετα". Με διακόπτει και θυμάμαι την επιθετική του συμπεριφορά.

Άλλο η συμπεριφορά όμως και άλλο η προσωπικότητα.

"Μετανιώνω που δεν έκανα παρέα με αυτό το παιδί. Προφανέστατα, χρειαζόταν μια παρέα, αντίθετα όλοι μας τον βρίζαμε και αυτός για άμυνα, μας χτυπούσε για να μας δείξει πόσο πονούσε αυτός, ψυχικά". Συνεχίζει τον μονόλογο του. "Όλοι κάνουμε το λάθος να μιλάμε χωρίς να ξέρουμε. Έτσι το έκανε και αυτή η τύπισσα για την Βενετία". Μου λέει και αναστενάζει. "Τόσο σοφία σε αυτό το μυαλό". Λέει τελικά για τον εαυτό του και γελάμε μαζί.

Με αυτά και με αυτά, ξέχασα ότι είμαστε στην βροχή, σχεδόν...

[...]

"Καλώς ήρθατε!" Φωνάζει η Ρενέ και μετά πηδάει όρθια όταν βλέπει την υπέροχη μας εμφάνιση. "Τι πάθατε καλέ; Πώς είστε έτσι;" Ρωτάει και παίρνει τα βρεγμένα μας παλτά.

Εμείς απλώς χαμογελάμε στην αρχή και με αυτό το ψυχοπαθή χαμόγελο ο Μανώλης πηγαίνει κοντά της, βάζει τα χέρια του στους ώμους της και μετά αρχίζει να την ταρακουνάει. "Ρενέ! Δεν έχεις δει παιδάκι μου τον καιρό έξω!" Φωνάζει ο Μανώλης και σταματάει να την ταρακουνάει.

"Δεν έχω τέτοιες έννοιες". Απαντάει εκείνη ήρεμα και ο Μάνος απλώς βάζει την παλάμη του στο μέτωπο του.
"Όπως και να έχει... Ελάτε πάνω". Μας λέει και την ακολουθούμε προς το υπνοδωμάτιο της που είναι η Βενετία και ο Φώτης εκεί ήδη.

"Πώς είστε έτσι!" Σχολιάζει ο Φώτης και γελάει με την καρδιά του. Εμείς τον κοιτάμε ανέκφραστοι και τον περιμένουμε να ηρεμήσει. Η Βενετία απλώς μας κοιτάει από πάνω προς τα κάτω τον καθένα ξεχωριστά έντρομη.

"Ούτε εγώ έχω ομπρέλα". Λέει και από την λύπη της χύνεται σαν χυμός πορτοκαλιού στην καρέκλα. "Εμείς είχαμε ομπρέλα, απλώς ο Μανώλης αποφάσισε να δοκιμάσει τις ικανότητες του στις πολεμικές τέχνες". Πετάω την σπόντα μου και κάθομαι στο χαλί της Ρενέ με την πλάτη μου να ακουμπάει το κρεβάτι.

"Ήταν κατά λάθος! Εξάλλου δεν ήταν καν δικιά μας ήταν της Ρενέ!" Απαντάει χαρούμενος και τότε η Ρενέ σαν να άκουσε το όνομα της εμφανίστηκε στον χώρο. "Τι έγινε;" Ρωτάει με άγνοια για την απώλεια της. "Τίποτα το ιδιαίτερο". Απαντάει χαλαρός ο δολοφόνος.

[...]

"Αύριο θα είστε άρρωστοι". Μου λέει η Βενετία και καθόμαστε στο παγκάκι του πάρκου. "Έχω να αρρωστήσω από την δευτέρα γυμνασίου". Της λέω με πλήρη βεβαιότητα ότι αύριο θα είμαι μια χαρά. "Καλά". Μου λέει και με φιλάει.

Όταν απομακρυνόμαστε, προσέχω κάτι μαύρο στο χέρι της και με ανησυχία το τραβάω για να το δω. "Τι είναι αυτό;" Ρωτάω σαν να μην έχω ξαναδεί μελανία. "Μελανία". Μου απαντάει στην ανούσια ερώτηση μου και εγώ την κοιτάω. "Και πώς την απέκτησες;" Ρωτάω ξανά.

"Δεν με ξέρεις τώρα; Χτυπάω παντού".

Luna ParkTempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang