1. Μην με κανείς να κάνω πάλι κοπάνα.

9.9K 410 25
                                    

Ιασωνας

Κοιταω το ρολόι.
5 το πρωί.

Τέλεια!

Σηκώνομαι αφού ξέρω ότι δεν πρόκειται να ξανακοιμηθω.Σιγα μην με πάρει ο ύπνος πάλι.

Ακούω φασαρία από την κουζινα.
«Πάλι είσαι ξύπνιος τέτοια ώρα;»λέει.
«Ναι Ιωάννα.Και εσυ από ότι βλέπω»λέω.
«Εγώ πάω δουλειά.Εσυ;Τι δικαιολογια εχεις;»λέει.
«Θέλω καφέ»λέω και πάω στην καφετιέρα και βάζω σε ένα ποτήρι.
«Έχω φτιαξει πρωινό»λέει.
«Συνχαρητηρια;!»λέω.
«Δεν θα φας;»λέει.
«Όχι!»λέω.
«Πάλι δεν θα φας;Ιάσωνα δεν σε έχω δει να τρως τώρα τελευταία!»λέει.
«Σκασίλα μου!»λέω και πάω στο δωμάτιο.

Και φυσικά και ανοίγει την πόρτα.
Και φυσικά και μπαινει μέσα.

«Δεν θα μου μιλάς έτσι εμένα!»φωνάζει.
«Όπως γουστάρω θα μιλάω»λέω.
«Ιάσωνα!Μιλα Καλυτερα!»λέει πάλι.

Ξαπλώνω και βάζω τα ακουστικά και βάζω μουσική.

Κάτι λέει.
Αλλά δεν ακούω.
Δεν θέλω και ολας.

Βγάζει το ακουστικό μου.
«Μπορείς να μην με γράφεις όταν σου μιλάω;»λέει.
«Όχι»λέω ήρεμα.
«Ιάσωνα δεν θα ανεχτώ για πολλη αυτήν την συμπεριφορά.Στο λέω!»φωνάζει.
«Και τι θα κανείς;Θα με βάλεις τιμωρια;Ή θα με αφήσεις και εσυ;Ξέρεις τι;Μπορείς να κανείς ότι θέλεις!Δεν με ενδιαφέρει»λέω και βάζω πάλι το ακουστικό και τέρμα την μουσική.

Κάτι λέει και μετά φεύγει.

Λες και της είπα εγώ να με προσέχει.
Λες και είμαι μωρό.

Της είπα ότι μπορώ να μείνω και μόνος μου.
Δεν έχω ανάγκη κανέναν στην ζωή μου.
Αυτή είπε δεν είναι σωστό να με αφήσει μόνο μου.Ειμαι ανήλικος.Τις είπα ότι δεν θα το μάθαινε κανείς αλλά πάλι δεν ήθελε.

Τότε δεν με νοιαζει.
Την προειδοποίησα.

Όταν πάει μια φυσιολογική ώρα πάω στο μπάνιο και μετά φεύγω.

Η Ιωάννα ήταν ακόμη κάτω.
«Πας σχολειο;»λέει.
«Όχι στο διάστημα»λέω.
«Πάρε αυτά»λέει και μου δίνει το κουτάκι με τα χάπια.
«Που το ήξερες οτι τελείωσαν;»λέω.
«Τα είδα στα σκουπίδια.Θα προτιμούσα όμως να μου το λες άλλη φορά.Παρε ένα τώρα»λέει.
Παιρνω ένα χάπι και το καταπινω και βάζω τα αλλά στην ζακέτα.

«Χαρούμενη;»λέω.
«Νιώθεις Καλυτερα με αυτά;Βοηθανε;»λέει.

Μπορώ να ακούσω την ανησυχία στην φωνή της.
Δεν φταίω.
Της είπα να με αφήσει μόνο.

«Αντίο Ιωάννα»λέω και ανοίγω την πόρτα και φεύγω.Οταν πάω σχολειο βλέπω έξω στα σκαλιά τον Παναγιώτη.Μιλαγε με τον Κυριακο και τον Αγγελο.

Σηκώνεται από την θέση του όταν με βλέπει.
«Που είσαι ρε;Γιατί δεν ήρθες χθες;»λέει ο Παναγιωτης.
«Λέγεται κοπάνα.Δοκιμασε το καμία φορά και εσυ»λέω.
«Εννοει ότι ήταν με κοπέλα και έκανε ένας θεός ξέρει τι!»λέει ο Άγγελος.
«Κάτι τέτοιο»λέω.
«Εγώ φεύγω.Τα λέμε μέσα»λέει ο Κυριάκος και φεύγει.
«Πάω και εγώ»λέει ο Άγγελος.
«Που ήσουν ρε;»λέει.
«Μην ξεκινάς...»λέω και βάζω το κεφάλι στα κάγκελα.
«Τι εχεις;Το κεφάλι;»λέει.
«Όχι.Απλα νυστάζω»λέω.
«Τι ώρα ξυπνησες;»
«Παναγιώτη Κοφτω!Μην με κανείς να κάνω πάλι κοπάνα.Δεν είσαι η μαμά μου.Το ξέχασες;Δεν έχω μαμά»λέω.
«Εχεις όμως μια θεία.Που ανησυχεί»λέει.
«Ώρες ώρες είσαι μεγάλος μαλακας,το ξέρεις αυτό έτσι;»λέω.
«Μεγαλύτερος από σένα δεν νομίζω»λέει.

Ίσως είμαι.
Ίσως δεν με νοιαζει και ολας.

«Πάω να βρω άλλου παρέα γιατί με έπρηξες»λέω και πάω μέσα.Στους διαδρόμους βλέπω μια κοπέλα.Δεν θυμάμαι αν έχω κοιμηθει μαζί της.Ολες ίδιες είναι να πούμε.

Την τραβάω από το χέρι και πάμε στις τουαλετες.Τουλαχιστον αυτές δεν κάνουν πολλές ερωτήσεις.

Τουλαχιστον στην αρχή.

«Εσυ και Εγώ»Donde viven las historias. Descúbrelo ahora