67. Άντε πάλι με αυτόν τον υπνο του!

3.3K 311 15
                                    

Ιάσωνας


Χτυπάει το τηλεφωνο στο κομοδίνο μου και πετάγομαι πάνω.

Ανοίγω το φως και βλέπω την οθόνη.
«Ιάσωνα;»λέω γρήγορα.
«Γεια σου όμορφη»λέει στην άλλη γραμμή.

Κοιταω την ώρα στην οθόνη.
3.15.

Το πρωί!!!!!

«Ιάσωνα ξέρεις τι ώρα είναι;»λέω.
«Αργά.Τωρα δεν τελείωσες από την δουλειά;Για αυτό σε πήρα.Λεω δεν θα κοιμάσαι»λέει.
«Όχι.Τελειωσα ώρες πριν.Ιασωνα γιατί δεν κοιμάσαι τέτοια ώρα;»λέω.
«Εσυ γιατί έχεις ανοιχτό το φως;»λέει.

Τι;
Αυτό που το ξέρει;

Σηκώνομαι και κοιταω από το παραθυρο.
Τον βλέπω κάτω.

«Τι κανείς εδώ;»λέω στο τηλεφωνο και κουνάει το χέρι του πέρα δωθε.
«Δεν μπορώ να κοιμηθώ»λέει.

Άντε πάλι με αυτόν τον υπνο του!

«Γιατί πάλι;»
«Δεν ξέρω.Δεν έχω υπνο και δεν είχα τι να κάνω.Ελεγα να έρθω γυμνός στο δωμάτιο σου από το παραθυρο να σε τρομάξω αλλά μετά το μετάνιωσα»λέει.

Ευτυχώς!

«Τι λες;»λέω.
«Δεν έχω κοιμηθει εδώ και δυο μέρες και δεν ξέρω τι λέω.Μην δίνεις και πόλυ σημασία.»λέει.
«Πηγαινε να κοιμηθείς Ιάσωνα»λέω
«Δεν θα με αφήσεις να έρθω πάνω;»λέει.
«Τέτοια ώρα;Ξεχνά το.Πηγαινε να κοιμηθείς»λέω πάλι.

Τον βλέπω να κατεβάζει το κεφάλι του.

«Καλά.Παω μια βόλτα με το αυτοκινητο.Κοιμησου εσυ»λέει.

Που θα πάει τέτοια ώρα;
Αχ αυτό το παιδί!

«Καλά.Ελα πάνω.Κανε ησυχία ομως!»λέω και αμέσως αλλάζει η φάτσα του.

Δεν κατεβαίνω.Λογικα θα βρει το κλειδί κάτω από το χαλάκι.

Ανοίγει η πόρτα και μπαινει μέσα.

Είναι περίεργο.Αλλα φενεται κουρασμένος συνέχεια.Και όμως δεν τον πέρνει ο ύπνος.

Γιατί;
Δεν μπορώ να καταλάβω.

«Ωραίες πιτζάμες»λέει και κοιταω.

Φοραγα ένα σορτς.

«Ιάσωνα γιατί δεν κοιμάσαι τέτοια ώρα;»λέω και κάθεται στο κρεβάτι.
«Δεν είχα υπνο»
«Αυτό συμβαίνει συνέχεια.Γιατι όμως;Βλέπεις εφιάλτες μήπως;»λέω.

Μπορεί να βλέπει τους γονείς του.
Δεν ξέρω και εγώ.

«Όχι δεν βλέπω.Απλα δεν νιώθω κουρασμένος»λέει.
«Κουρασμένος φενεσαι πάντως»λέω.

Ακουμπαει το κεφάλι του στα μαξιλάρια.

«Σε ξύπνησα;Χίλια συγνώμη»λέει.
«Οχι.Δεν πειραζει.Εχεις φάει;Θες κάτι να σου φέρω να φας;»
«Όχι.Δεν πεινάω»λέει.

Ξαπλώνω διπλα του και με το χέρι μου χαϊδεύω τα μαλλιά του.

Γελάει.
«Τι;»λέω.
«Ακριβώς σαν την μαμά μου...»λέει και κλεινει τα μάτια του.
«Ιάσωνα μήπως πρέπει να το δεις αυτό;Δεν κοιμάσαι πολύ.Θα πρέπει να το κοιτάξεις αυτό»λέω.

Δεν απαντάει.

«Ιάσωνα;»λέω.Τον κοιταω.

Έχει κοιμηθει.

«Αχ βρε Ιάσωνα...»λέω.

Του βγάζω τα παπούτσια και τον σκεπάζω.
Ξαπλώνω διπλα του και τον κοιταω.

Τόσο καιρό,πριν είμαστε μαζί νόμιζα ότι ήταν απλά ένα «κακό αγορι».Τιποτα παραπάνω.Με το καιρό όμως κατάλαβα ότι είναι ένας «καλός άντρας».

Δεν νοιάστηκε ποτέ για κανέναν επειδή ποτέ κανείς δεν του έδειξε πως.

Είναι απλά πληγωμένος.
Αυτή η θλίψη στα μάτια του που την έβλεπα και ήθελα να εξαφανιστεί.Ακομα την έχει.Δεν τα κατάφερα.

Αλλά τελικά ίσως δεν φύγει ποτέ.
Ίσως όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο,όταν χάνεις σε μια μέρα και τους δυο σου γονείς ,ίσως δεν το ξεπερνάς ποτέ.Ισως απλά πρέπει να μάθεις να ζεις με αυτό.

Κάπνιζε,επεινε,καθόταν στην μέση του δρόμου ενός θεός ξέρει γιατί αλλά αυτά τα έκανε γιατί μόνο αυτά ήξερε.Νομιζε ότι έτσι θα ξεχάσει.Οτι δεν θα σκέφτεται.

Φυσικα έτσι δεν λύνεται τίποτα.

Μερικές φορές τα πραγματα που δεν μπορούμε να αλλάξουμε στο τέλος είναι και αυτά που μας αλλάζουν.

«Εσυ και Εγώ»Donde viven las historias. Descúbrelo ahora