42

258 44 1
                                    

Μόλις εγκαταστάθηκε έστω και για τόσο λίγο ο Αλεξάντερ στο δωμάτιο του ξενοδοχείου κάλεσε τον πιλότο. Στο μεταξύ είχε ζητήσει να του φέρουν καφέ χωρίς άρωμα και δυο μεγάλα γαλλικά κρουασάν, ένα με σοκολάτα κι ένα με κρέμα μόκας. Τον απασχολούσε πολύ το γεγονός πως είχε φύγει από το σπίτι του Κόρενταλ κυριολεκτικά ανενόχλητος. Ήταν αδύνατο για κάποιον που φοβόταν τόσο για τη ζωή του να μην υπήρχαν πουθενά κι άλλα μέτρα για την ασφάλεια. Βέβαια από την άλλη δε θα μπορούσε να εμπιστευτεί εύκολα και πολύ κόσμο... είπε στον πιλότο πως για τη δική του προστασία θα έπρεπε να γυρίσει πίσω χωρίς αυτόν. Εκείνος έκανε να διαμαρτυρηθεί αλλά ο Αλεξάντερ του εξήγησε πως θα έπαιρνε ένα αεροπλάνο και πως το απόγευμα νωρίς λογικά θα ήταν κι ο ίδιος στο σπίτι του. Μετά έστειλε μήνυμα στον Τζάξον που τον ενημέρωνε για όσα είχε βρει και πάρει μαζί του, και του ζητούσε διευκρινήσεις για τον τρόπο με τον οποίο θα ήταν σωστό να του τα στείλει όλα. Όσο περίμενε για την αντίδραση του χάκερ, κάλεσε τελικά τη Ρόζαλιν που όμως δεν του απάντησε. Αυτό δεν του άρεσε. Έτσι, της έστειλε ένα γραπτό μήνυμα για να βεβαιωθεί πως ήταν μια χαρά. Καθώς έτρωγε χαμογέλασε στη σκέψη πως ο Κόρενταλ του είχε δώσει τόσο νωρίς να πιει κρασί. Μήπως τον βοηθούσε άραγε να ζωγραφίζει το αλκοόλ; Ο Τζάξον δεν άργησε καθόλου να του απαντήσει. Η χαρά του για την επιτυχία του Αλεξάντερ δεν κρυβόταν. Του έδωσε τη διεύθυνση του νέου του καταλύματος, λέγοντας του πως θα τα περίμενε εκεί όλα το συντομότερο δυνατό. Όταν ένιωσε καλύτερα ο αλεξάντερ, άνοιξε πάλι έναν χάρτη από το κινητό του κι άρχισε να ψάχνει την περιοχή στην οποία βρισκόταν το κοσμηματοπωλείο του ρόζεντειλ. Το βρήκε εύκολα κι άρχισε να κοιτάει τις φωτογραφίες που δεν ήταν και λίγες. Έριξε μια ματιά στην ώρα, δεν έχανε τίποτα να ξεκινήσει, όσο πιο γρήγορα τελείωνε, τόσο καλύτερα. Πριν φύγει, έκλεισε εισιτήριο για το Λονδίνο. Χρυσάφι το πλήρωσε αλλά πώς αλλιώς θα μπορούσε να γίνει; Βγήκε από το ξενοδοχείο και κάλεσε πάλι τη Ρόζαλιν. Ούτε κι αυτή τη φορά του απάντησε. Μα πού στο καλό είχε πάει; Μήπως είχε πεισματώσει; Εντάξει, δεν είχαν χωριστεί με τον καλύτερο τρόπο αλλά κάτι θα έκανε, θα την αποζημίωνε...

Του άρεσε εκείνο το μέρος, κυρίως επειδή ήταν γεμάτο από κόσμο που έδειχνε ανέμελος κι ανυποψίαστος για όσα συνέβαιναν ακριβώς στο διπλανό τετράγωνο. Ίσως μια μέρα να ενεργούσε κι εκείνος έτσι, ίσως μια μέρα... έφτασε έξω από το μαγαζί. Το κινητό του δονήθηκε. Πάλι ο τζάξον του είχε στείλει. Τώρα τον ενημέρωνε πως η Τζιλ είχε αρχίσει να κάνει τα κόλπα της και πως είχε ήδη στα χέρια του τις πρώτες εγγραφές τις οποίες θα άκουγε και θα επεξεργαζόταν αμέσως. Ο Αλεξάντερ δε μπόρεσε να μη γελάσει παρά τη σοβαρότητα της κατάστασης. Ήταν πολύ τυχερός που είχε δεχτεί η Τζιλ να γίνει μέρος ενός τόσο βρώμικου παιχνιδιού... Έβαλε πίσω στην τσέπη το κινητό κι έσπρωξε μαλακά την πόρτα του κοσμηματοπωλείου απολαμβάνοντας τον καμπανιστό ήχο που ανάγγελλε την άφιξη του. Δεν υπήρχαν πελάτες μέσα, μόνο μια γυναίκα χαμογελαστή ήρθε να τον υποδεχτεί. Ήταν γύρω στα σαράντα και φορούσε ένα ωραίο λουλουδάτο φόρεμα με ένα καλό ντεκολτέ που δεν ήταν όμως καθόλου πρόστυχο.

Η σαγήνη των ρόδωνWhere stories live. Discover now