Κεφαλαιο 57.

878 119 10
                                    

57.
Πριν την κηδεία.


«Σε λίγο έρχεται ο παππας.Του μίλησα εγώ.»λέει και εγώ φτιάχνω την μπλούζα να ίσιωσει κάπως.Το έκανα με μανία όμως.

«Νικόλα...»λέει και μπαίνει μπροστά μου.
«Δεν είχα μαύρο πουκάμισο...δεν έχω κάτι άλλο...»εξηγώ δειχνωντας αυτό που φοράω.

Πως θα παω χωρίς πουκάμισο;Έτσι;Όχι όχι δεν μπορώ να παω.Δεν θα παω.

«Μια χαρά είσαι.»λέει.
«Χάλια είμαι.Δεν πρέπει να έρθω έτσι.Ειναι ντροπή.»λέω.
«Νικόλα ζωή μου δεν έχει σημασία τι φοράς.»προσπαθει να με ηρεμήσει.

Φεύγω μέσα και ρίχνω νερό στο πρόσωπο μου όταν μπαίνω στο μπάνιο.Και ξανάριχνω.Και ξαναριχνω.

Δεν μπορώ.Πνιγομαι.Ολο αυτό,όλα,αυτά που κάνουν εδώ στο χωριό,το ότι όλο το βράδυ ερχόταν κόσμος εδώ να συλληπηθουν.Ολα.

Παω πάλι στην Ελλη.Η Ελλη θα ξέρει.

«Δεν ξέρω τίποτα.Τι πρέπει να κάνω εκεί.Τι θα γίνει.Δεν έχω πάει ποτέ σε κηδεία.Τι θα συμβει.Τι...»παω να ρωτήσω επειδή ανχωνομαι τώρα και με το χέρι της κλείνει το στόμα μου για να σταματήσω να μιλάω.Οταν το κάνω το βγάζει.

«Παρε μια ανάσα πρώτα...»μου λέει και το κάνω.
«Τώρα ηρέμησε.Δεν θα κανείς τίποτα τώρα.Τα κανόνισα όλα.Απλα θα είσαι εκεί.Να του πεις αντίο.»λέει.

Να του πω αντίο...

Δεν πρόλαβα να του το πω όσο ήταν εδώ.Οσο άκουγε.Οσο ήταν ζωντανός.Τωρα και να το πω ποιος ο λόγος;Αφού δεν θα το ακούσει.

Πιάνω το χέρι μου τώρα.Το χέρι που χθες το απόγευμα κράταγε με τα δικά του.Που ήταν κρύα.Που δεν είχε δύναμη αλλά για αυτό βρήκε.

«Νικόλα τι σκέφτεσαι;Με τρομάζεις...»λέει και αφήνω το χέρι μου.
«Ελλη δεν μπορώ να το κάνω αυτό.»της εξηγώ.
«Έκανες τόσα Νικόλα.Τα έκανες όλα.Ησουν εκεί για αυτόν όταν δεν είχε κανέναν.Γελασε αυτές τις μέρες.Χαρηκε.Τωρα είναι το τελευταίο κομμάτι.Το αντίο.Αξιζει να πάμε όλοι εμείς που τον ξέρουμε.Αξιζει να έχει μια αξιοπρεπή κηδεία.Δεν νομίζεις;»λέει.

Αξίζει ναι.Του αξίζει.
Πρέπει να το κανω.Να παω.Για αυτόν.

«Αν είσαι έτοιμος πάμε.Θα σε περιμένουν»λέει.
«Μπορώ να έχω δυο λεπτά;»την ρωτάω.
«Φυσικά.»λέει και πάει έξω και με αφήνει μόνο μου.

Μόνο σε ολόκληρο το σπιτι του Σταύρου.

Περπαταω μέχρι το δωμάτιο του.Κοιταω το κρεβάτι του.Μεχρι χθες εκεί κοιμόταν.Ζουσε.Ξεκουραζοταν.Αναπνεε.
Και σήμερα...

Είναι περίεργο.Δεν το πιστεύω ότι έγινε αυτό.Οτι χθες ζούσε και σήμερα όχι.Οτι μου κράταγε το χέρι και απλά άφησε την τελευταία του πνοή.Λες και το ήξερε.Το έλεγε και το ξαναλέγε.

Κάθομαι στο κρεβάτι του.

Πέθανε.Και τώρα είναι αργά για όλα.Αλλα ελπίζω να είναι σε κάποιο καλύτερο μέρος τώρα.Δεν ξέρω αν υπάρχει κόλαση η παράδεισος ή όλα αυτά αλλά αν υπάρχουν ας είναι κάπου ωραία.Αν γίνεται με την οικογένεια του αφού αυτούς γύρευε στις άσχημες μέρες.Με τους γονείς του.

Θέλω να πιστεύω πως αν τα πράγματα ήταν διαφορετικά θα είχαν εξελιχθεί κι αλλιώς και δεν θα είχαν γίνει αυτά.Αλλα ποιος ο λόγος να το σκέφτομαι αφού τίποτα δεν θα αλλάξει.

Σηκώνομαι και κλείνω την πόρτα όταν βγαινω.Οπως έκανα κάθε φορά για να μην ξυπνήσει.

Βγαίνω έξω και όταν βλέπω την Ελλη στον δρόμο την πλησιάζω.
«Έτοιμος;»με ρωτάει.
«Έτοιμος.»λέω και πριν κάνουμε άλλο βήμα προς το νεκροταφείο έρχεται ένα μαύρο φορτηγάκι προς την μεριά μας.Σταματαει ακριβώς έξω από το σπιτι του Σταύρου.

Ξαφνιάστηκα και εγώ και η Ελλη.

Ανοίγει η πόρτα η συρόμενη και αρχίζουν να βγαίνουν από εκεί.Πρωτα ήταν η μαμά και ο Μαριος.Με την Αλεξάνδρα και την Χαρά.Μετα ο Παρης με την Λαουρα,ο Στέφανος με την Άννα και τον Κωστακη,ο Παντελής με την Ιφιγενεια και τον Διονύση.Ολοι στα μαύρα.Ο ένας δίπλα στον άλλον.

Τους κοιταζα χωρίς να πω κάτι γιατί δεν το πιστεύω ότι είναι αυτοί εδώ.Οτι ήρθαν όλοι.

Ήθελα να τους αγκαλιάσω όλους αλλά και δεν ήθελα.Ανω κάτω όλο το μέσα μου τώρα.

«Τι;Νομιζες θα σε αφήναμε μόνο σου;»λέει η μαμά και είναι η πρώτη που έρχεται κοντά μου και με αγκαλιάζει.Με κρατάει τόσο σφιχτά.
«Συλλυπητήρια αγάπη μου...»λέει.

Έκλεισα τα μάτια και τώρα μόνο συνηδητοποιησα τι έγινε.

"Νικόλας" (#2 Σαντα Ροζα Τζουνιορ)Donde viven las historias. Descúbrelo ahora