Βγήκα έξω να πάρω μια ανάσα. Άλλη μια δυσκολη μέρα και δεν βλέπω να περνάει και γρήγορα. Αργή και βασανιστική. Ποιος με έχει καταραστεί; Από εκεί που νιώθω ότι μου χαμογέλασε η τύχη βλέπω μπροστά στα μάτια μου όλα να καταστρέφονται και να μην μπορώ να κάνω και κάτι. Ανασκουμπώνομαι και γυρίζω πίσω στην κουζίνα για να μαγειρέψω τα ξεράσματα που κάποιοι τα αποκαλούν γκουρμέ. Ποτέ δεν μου άρεσαν τέτοιου είδους πιάτα αλλά αφού τα θέλει η κοντέσσα τι να κάνουμε;😂 Ετοιμάζω αυτά ο Θεός να τα κάνει πιάτα και παίρνω την τσάντα μου. Πάω να δω τι κάνει η μητέρα μου. Θα μου πείτε και που αφήνω την Λίζα; Είναι με την γιαγιά της για ψώνια. Γελάω κάθε φορά που η Λίζα προσφωνεί την μητέρα του Δημήτρη "γιαγιά". Ξεκαρδίζομαι γιατί κάθε φορά που την λέει έτσι παίρνει ένα σοβαρό ύφος και της απαντάει. "Πόσες φορές θα σου πω να μην με λες έτσι; Θα με αποκαλείς Ελισάβετ". Έλεος πια. Εγώ θα χαιρόμουν αν ήμουν στην θέση της. Είναι τόσο γλυκό να ακούς είτε από τα παιδιά σου, είτε από τα εγγόνια σου, το μαμά ή το γιαγιά σε εμένα θα ακουγόταν σαν ψαλμωδία και μάλιστα η πιο γλυκιά. Αλλά έχουμε την κυρία Λεμόνι (🍋) που τίποτα δεν της πάει. Προχωράω και αργότερα φτάνω στο σπίτι της μητέρας μου. Χτυπάω το κουδούνι. Αμέσως ανοίγει η μητέρα μου με ένα ύφος ενοχικό. Πάει και κάθεται πίσω στην αγαπημένη της πράσινη πολυθρόνα. Εκεί συνήθιζε να κάθεται ο πατέρας, οπότε λογικό είναι να της αρέσει. Το πρόσωπο της ανέκφραστο αλλά τα μάτια της μιλάνε από μίλια μακριά. Βλέπει μια εκπομπή μαγειρικής και σημειώνει τα υλικά και γενικά την συνταγή. Κάθομαι δίπλα της και με κοιτάζει τώρα με ένα ύφος μεταμέλειας. "Μαμά τι συμβαίνει; Τι έκανες αυτή την φορά;" της είπα με ένα γλυκό μα συνάμα αυστηρό τρόπο. "Να... Μπορεί να μου ξέφυγε στην κουτσομπολα ότι...να μωρέ ότι είστε μαζί παρόλο που είχε σχέση... Συγγνώμη. Λυπάμαι πολύ που δεν κράτησα το στόμα μου κλειστό" Ωχ μου έρχεται εγκεφαλικό. "Τώρα θα το ξέρει όλο το χωριό. Βούκινο θα με έχει κάνει σίγουρα... Αμάν βρε μαμά γιατί της το είπες; Δεν ξέρεις τι κουτσομπολα που είναι;" "Συγγνώμη απλώς χάρηκα με την χαρά σου και ήθελα να την μοιραστώ." " Την μοιράστηκες με λάθος άνθρωπο όμως... Τέλος πάντων ότι έγινε έγινε." "Και για πες μου πως τα πας με το παλικαρακι;" "Μου έκανε πρόταση....και δέχτηκα" "Αυτά είναι υπέροχα νέα" είπε με κομπιασμένη φωνή. "Αλλά..." "Αλλά τι; Τι σε προβληματίζει;" " Ο ερχομός των γονιών του και παρά ευχάριστες δεν είναι. Με αντιμετωπίζει σαν κατώτερο είδος από αυτήν." "Και ο πατέρας;" "Δεν ξέρω... Πολύ περίεργος είναι. Με περιεργάζεται πολύ και αυτό δεν μου αρέσει ιδιαίτερα." "Εγώ λέω να τον έχεις από κοντά. Ίσως να μην έχει σχηματίσει ακόμη γνώμη για εσένα και καλό θα ήταν να σε συμπαθήσει." "Ε να μην βγάλουμε και κοριούς όμως 😂" είπα και γελάσαμε. Ύστερα έφυγα από εκεί μιας και πλησίαζε η ώρα του φαγητού. Έπρεπε να φτιάξω το τραπέζι. Έφτασα με ιλιγγιώδη ταχύτητα και έστρωσα το τραπέζι και τα έφτιαξα όλα στην πένα. Ανέβηκα πάνω και πήγα στα δωμάτια γρήγορα γρήγορα για να στρώσω τα κρεβάτια. Ύστερα κατέβηκα κάτω στην κουζίνα και είχα σκύψει να μαζέψω κάτι που μου είχε πέσει στο πάτωμα και γυρίζω απότομα και τι να δω; Τον πατέρα του Δημήτρη. Κοίταζε τον πισινό μου. Αλλά ίσως να έκανα και λάθος. "Θέλεις βοήθεια;" μου είπε με ένα γλυκό τόνο. "Όχι... Εμ σας ευχαριστώ" "Μίλα μου στον ενικό κούκλα μου. Να ξέρεις εγώ δεν συμφωνώ με την γυναίκα μου... Φαίνεσαι ωραίο κορίτσι..." είπε ενώ ήταν σαν να με τρώει και να με ξεγυμνώνει με τα μάτια του. Πφφ... Ελπίζω να κάνω λάθος. "Και οτιδήποτε θες μην διστάσεις εγώ είμαι εδώ για να σου εκπληρώσω κάθε σου επιθυμία." Με κοίταξε με ένα βλέμμα και έφυγε. Πήγε και κάθισε στην τραπεζαρία. Εκείνη την ώρα μπήκαν μέσα η μητέρα- (παύλα ) ξινή του Δημήτρη και η μικρούλα Λίζα. Έτρεξε στην αγκαλιά μου και ανεβήκαμε στο δωμάτιο της όπου αλλάξαμε ρούχα και έπλυνε τα χέρια της. "Ελπίζω να μην στεναχωριέσαι για αυτά που λέει η γιαγιά..." "Μην τα σκέφτεσαι αυτά μικρή μου. Μην ζαλίζεις το μυαλουδάκι σου. Είμαι καλά" Το τελευταίο το είπα δυνατά μπας και το πιστέψω και εγώ η ίδια. Εκείνη την στιγμή άκουσα καλώς ορίσματα και κατάλαβα ποια ήρθε. Οι δύο μέγαιρες ενώθηκαν. "Αχ ήρθε και η στρίγγλα... Πώς θα την αντέξω;;" "Υπομονή καρδούλα μου" της είπα και της έπιασα το χέρι. Κατέβηκα κάτω, έγνεψα ένα γεια και αυτό πολύ ήταν και πήγα στην κουζίνα. Γύρισα πίσω και άρχισα να σερβίρω. Η Μαρία μου έβαλε τρικλοποδιά και έπεσε πάνω μου το κρασί. Οι μέγαιρες γελούσαν κι εγώ ανέβηκα γρήγορα γρήγορα τις σκάλες νευριασμένη και ντροπιασμένη. Πίσω μου μετά από λίγο ήρθε ο πατέρας του Δημήτρη. Ήμουν γυμνή από την μέση και πάνω. Κοντοστάθηκε και όταν έβαλα μια άλλη μπλούζα χτύπησε την πόρτα και μπήκε μέσα. "Είσαι καλά;" είπε καθώς κάθισε δίπλα μου στο κρεβάτι. Άρχισε να με χαϊδεύει πρώτα στην πλάτη και ύστερα στα μπούτια μου και να μου τα ζουλάει. Πήγα πιο πέρα. "Δεν θα σου κάνω κάτι. Μην φοβάσαι! (τουλάχιστον για την ώρα)" ψιθύρισε και γέλασε κρυφά!!!
YOU ARE READING
Η Νταντά
RomanceΗ Αλεξία, μία κοπέλα που είναι μέσα στην ανεμελιά, στην χαρά και δεν την πτοεί τίποτα όταν συναντήσει τον Δημήτρη όλα θα αλλάξουν στην ζωή της. Ο πλούσιος Δημήτρης είναι ένας ξινός, στριμμένος με ένα 6χρονο παιδί που δεν γνώρισε ποτέ την μητέρα του...