Έφτασα στο Λος Άντζελες ύστερα από πολλές και εναλλαγώμενες πτήσεις. Πήγα να βγάλω το κινητό μου και τι να δω; Το είχα χάσει... Γαμωτο... Τώρα πως θα πάρω τον πατέρα μου; Μπαίνω σε ένα ταξί και κατευθύνομαι στην εταιρεία του πατέρα μου. Μπαίνω μέσα και βλέπω πολλά άτομα να γυρνάνε και να με κοιτάζουν παράξενα. Τους ρωτάω που είναι το γραφείο του κυρίου Άμποτ και με πηγαίνουν. Αυτός είναι γυρισμένος στην μεριά του τοίχου και μιλάει στο τηλέφωνο. Από ότι βλέπω από πίσω τουλάχιστον φαίνεται ότι είναι ψηλός, κανονικός (στα κιλά του), με καστανομαυρα μαλλιά. Χτυπάω την πόρτα αλλά δεν μου δίνει σημασία. Μόνο έκανε μια χειρονομία με τα δύο του δάχτυλα να μπω μέσα. Ούτε ματιά δεν έριξε. Περιμένω και αρχίζω και νευριαζω αλλά δεν τον διακόπτω καθώς έχει μια συζήτηση που έχει αρκετή ένταση... Ύστερα το κλείνει με πάταγο και γυρίζει και μένω. Τι κούκλος είναι αυτός; Φοράει γυαλιά, έχει όμορφα, βελούδινα χείλη και έχει μακριά έξαλλα μαλλιά και τα έχει πιάσει κότσο. Τα μάτια του είναι αστραφτερά και γυαλίζουν από θυμό μάλλον και ένταση. "Ποια είσαι και τι θες;" με ρωτάει απότομα. "Και εσύ γιατί μου μιλάς με αυτό το υφακι;" του απαντάω χάνοντας την υπομονή μου. "Είμαι ο διευθυντής εδώ... Με όρισε το αφεντικό μου επειδή ήμουν ο καλύτερος" "Και εγώ για να σε πληροφορήσω είμαι η κόρη του αφεντικού σου..." Έμεινε με ανοιχτό το στόμα! "Κλείσε το μην μπει καμία μύγα!" είπα γελώντας καθώς κοιτούσα την αστεία γκριμάτσα που είχε πάρει. "Γεια σου είμαι ο Τζον... Συγγνώμη για πριν. Συνήθως δεν συμπεριφέρομαι έτσι. Απλώς μερικοί δεν καταλαβαίνουν κάποια πράγματα." "Εμένα μου λες; Είμαι η Αλεξία... Θα σε πείραζε να πάρω ένα τηλέφωνο τον πατέρα μου; Έχασα το κινητό μου και..." "Χαχαχα αναποδιές εν δράσει" "Χαχαχα... Καλά ξεκινήσαμε 😂" "Πάω έξω να σας αφήσω να μιλήσετε..." "Μπαμπακα μου;; Μόλις έφτασα στην εταιρεία" "Και γιατί δεν με πήρες κόρη μου από το κινητό σου;" "Γιατί το έχασα... Κάπου μου επεσε... Δεν έχω ιδέα..." "Δεν πειράζει... Απλώς ανησυχησαμε εγώ και η Ζωή μην έγινε τίποτα..." "Μπαμπά έγινε ο γάμος του Δημήτρη;" "Δεν ξέρω Αλεξία μου αλλά κοίταξε μπροστά... Μην κοιτάς συνεχώς πίσω σου γιατί θα πληγωνεσαι συνεχώς από τις περασμένες σου καταστάσεις..." "Αυτό θα κάνω μπαμπά απλώς ήθελα να μάθω ώστε να καταλάβει η καρδιά μου, το μυαλό μου ότι τελείωσε πια... Να μην υποφέρω με το αν..." "Προχώρησε μπροστά ασχέτως αν την παντρεύτηκε ή όχι. Θα βρεις ξανά την ευτυχία στα μάτια κάποιου άλλου που θα σε αγαπήσει πραγματικά, θα σε εμπιστεύεται..." "Εντάξει μπαμπά. Σε αφήνω. Αύριο θα αγοράσω ένα καινούργιο κινητό και θα μιλήσουμε..." Ουφ... Θα άρχιζε το κήρυγμα πάλι... Φτηνά την γλίτωσα.... Ύστερα ήρθε ο Τζον και μου πρότεινε να πάμε στην καφετέρια που είναι δύο στενά παρακάτω για να με κεράσει και δέχτηκα.
Ας επιστρέψουμε όμως πίσω... Ο Δημήτρης ήταν σε κρίσιμη κατάσταση. Όμως κανείς δεν ήταν δίπλα του. Κανέναν δεν έβρισκαν στο τηλέφωνο. Χειρότερο και από μοναξιά. Και όμως πάλευε. Πάλευε να επιβιώσει με νύχια και με δόντια. Για την κόρη του... Για εκείνη... Γιατί εκείνη ήταν παντού... Την έβλεπε παντού ακόμα και τώρα άκουγε την φωνή της να του ψιθυρίζει γλυκά στο αυτί "Γύρνα πίσω..." Δεν ήθελε να χαθεί. Μπήκε στο χειρουργείο παρότι δεν άντεχε άλλο και πολλές φορές πήγε να φύγει επέστρεφε, έμενε. Έβλεπε όλες αυτές τις στιγμές που ήταν μαζί. Έβλεπε ότι έτρεχε μαζί της σε ένα αχανές λιβάδι. Χέρι με χέρι... Τα πρόσωπα τους τόσο ευτυχισμένα... Έλαμπαν τα μάτια τους... Διαγράφονταν η ευτυχία και αυτό τον έκανε τον πιο ευτυχισμένο άνθρωπο στον κόσμο. Η καρδιά του άρχισε να ανακτά και πάλι τους παλμούς της και να χτυπά ίσως ακόμα πιο δυνατά και γρήγορα όταν συναντούσε το βλέμμα της, τα μάτια της, το όμορφο χαμόγελο της. Έσκυψε να την φιλήσει. Έστω και αν το ονειρευόταν δεν θα μετάνιωνε ποτέ και θα έκανε ξανά το ίδιο. Θα την φιλούσε ξανά και ξανά. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Ύστερα από λίγες ώρες πήγε η μητέρα του και η κόρη του κλαμένοι. Φοβήθηκαν τόσο πολύ όταν το άκουσαν, ταράχτηκε το είναι τους, το μέσα τους. Η Λίζα έκλαιγε και ρωτούσε αν ο πατέρας της θα ερχόταν πίσω... Αν θα την έπαιρνε και πάλι αγκαλιά διαβάζοντας της παραμύθια. Η γιαγιά της δεν ξέχασε την κακία της και για άλλη μια φορά έριξε το δηλητήριο της. "Αυτή φταίει για όλα... Έχασε το μυαλό του για αυτήν... Τον κατέστρεψε!" Ίσως για πρώτη φορά να είχε δίκιο. Εξαιτίας της ίσως τράκαρε και παραλίγο να χάσει την ζωή του. Ευτυχώς όπως τους είπε ο γιατρός σχεδόν είχε ξεπεράσει κάθε κίνδυνο. Αλλά για να είναι σίγουροι θα έπρεπε να περιμένουν ένα ολόκληρο 24ωρο. Η αναμονή είναι ότι χειρότερο...
Από την άλλη η Αλεξία έχει βγει με τον Τζον και είναι η πρώτη φορά μετά από καιρό που την έκανε να γελάει... Τρώνε, μιλάνε και γελάνε. Δεν έχει καμία σχέση με τον Δημήτρη. Ο Δημήτρης ήταν κλειστός στα συναισθήματα του, πάντα συγκρατημένος σε αντίθεση με τον Τζον. Ότι σκεφτόταν τα έλεγε. Της άρεσε αυτό που δεν κρυβόταν. Χαιρόταν που ήταν ευθύς, με χιούμορ ενώ με τον Δημήτρη ήταν συγκρατημένη και ποτέ δεν την έκανε να γελάει... Αλλά της προσέφερε άλλα πράγματα. Πρωτόγνωρα. Μα γιατί όμως σύγκρινε όλη την ώρα τον Τζον με τον Δημήτρη;
Οι μέρες πέρασαν και οι εβδομάδες επίσης... Ο Δημήτρης δεν είχε νέα από την Αλεξία. Δεν τολμούσε να ρωτήσει την οικογένεια της. Ήξερε ότι έπρεπε να την αφήσει στην ησυχία της για να είναι επιτέλους ευτυχισμένη έστω κι αν αυτός δεν ήταν κομμάτι της πλέον. Εκεί που καθόταν στο παγκάκι εμφανίστηκε η Μαντώ... "Μα-Μαντω?"
YOU ARE READING
Η Νταντά
RomanceΗ Αλεξία, μία κοπέλα που είναι μέσα στην ανεμελιά, στην χαρά και δεν την πτοεί τίποτα όταν συναντήσει τον Δημήτρη όλα θα αλλάξουν στην ζωή της. Ο πλούσιος Δημήτρης είναι ένας ξινός, στριμμένος με ένα 6χρονο παιδί που δεν γνώρισε ποτέ την μητέρα του...