Μαζί σου...

201 18 2
                                    

Άλλη μια νύχτα έφτασε στο τέλος της. Ήθελα κι άλλο την αγκαλιά του, την μυρωδιά του, την ασφάλεια του, αυτόν. Είχα ξαπλώσει πάνω στην καρδιά του και την άκουγα να χτυπάει τόσο γρήγορα που νόμιζες πως θα βγει. Δεν το πιστεύω ότι νιώθει κι αυτός πράγματα για εμένα.
Όλο το βράδυ την χάζευα. Δεν μπορούσα να κλείσω τα μάτια μου. Έμενα εκεί να την βλέπω. Να βλέπω τα κόκκινα χείλη της να έχουν πάρει το σχήμα του χαμόγελου όπως και τα μάτια της. Ήταν σαν άγγελος. Ήταν τόσο αγγελική, τόσο μαγευτική. Και αυτό το άρωμα αχ δεν μπορούσα να ξεκολλήσω από πάνω της. Με μαγνήτιζε. Έπαιρνα μια βαθιά ανάσα για να έχω το άρωμα της. Ήθελα να την χορτάσω μα δεν γινόταν. Ήταν σαν ναρκωτικό. Είμαι εθισμένος μαζί της. Την θέλω δίπλα μου. Αποφάσισα να μην πάω στην δουλειά σήμερα. Θέλω να περάσω χρόνο μαζί της. Και αν με ρωτάτε για την Μαρία... δεν ξέρω! Για την ώρα θα το κρατήσω κρυφό όλο αυτό. Θέλω να είμαι σίγουρος. Όχι για την Αλεξία. Αλλά για εμένα. Φοβάμαι μην την πληγώσω πάλι. Είναι τόσο δυνατά και έντονα τα συναισθήματα μου που με τρομάζουν κάποιες φορές. Έχω να τα νιώσω τόσα χρόνια. Από τον θάνατο της γυναίκας μου. Ύστερα από αυτό όλα πάγωσαν μέσα μου. Το μόνο που με ενδιέφερε ήταν η δουλειά και η μικρή. Τίποτα άλλο. Όταν μπήκε η Μαρία στις ζωές μας ήταν όταν άρχισε να μου την πέφτει στεγνά. Δούλευε στην εταιρεία. Ήταν μέτοχος. Και σκέφτηκα να παντρευτώ για να έχει το παιδί μια μαμά όπως με συμβούλεψαν οι γονείς μου και παππούδες της μικρής. Μέχρι που ήρθε η Αλεξία με το μπρίο της, την ανεμελιά της, την γλυκύτητα της... Όλο αυτό μου την έσπαγε γιατί μου θύμιζε αυτήν. Γι αυτό ήμουν απότομος μαζί της. Καταβάθος όμως μου άρεσε. Άρχισα να νιώθω αισθήματα όμως δεν μπορούσα να τα παραδεχτώ. Φοβόμουν. Τα ωραία κάποτε τελειώνουν. Κι αν τελειώσει κι αυτό; Αν συμβεί κάτι και τελειώσει με κακό τέλος όπως τα παραμύθια; Τότε τι θα μου απέμενε πάλι; Τα θρίψαλα; Τα κομμάτια; Πώς θα τα μάζευα πάλι; Με τι κουράγιο και με τι δύναμη; Όμως ας ζήσουμε για το τώρα. Ας μην κάνω κακιές σκέψεις. Μην το γρουσουζεύω. Τίποτα δεν θα τελειώσει. Μόλις άρχισε... Μετά τα ξημερώματα αποκοιμήθηκα αλλά πριν κοιμηθώ την έβλεπα πόσο ευτυχισμένη ήταν και πόσο γρήγορα χτυπούσε η καρδιά της καθώς την φίλησα απαλά στα χείλη. Ας ήταν ακόμα νύχτα.
Έκλεισα τα μάτια μου πάλι. Όταν ξύπνησα είδα να έρχεται με ένα δίσκο στο χέρι. "Καλημέρα δεσποινίς μου" αναφώνησε. Ο δίσκος είχε του κόσμου τα καλούδια μαζί με ένα μπλε τριαντάφυλλο. "Μπλε τριαντάφυλλο" είπα με χαρά. "Σπάνιο λουλούδι όπως και εσύ!" και με φίλησε. Χαμογέλασα. Ύστερα όμως σκοτείνιασε το πρόσωπο μου. Το παρατήρησε και μου σήκωσε το κεφάλι μου για να κοιτάζω τα ματάκια του. "Τι έχεις;" με ρωτάει με απορία. "Τίποτα" "Μήπως το μετάνιωσες;" "Όχι φυσικά και όχι. Απλώς σκέφτομαι την Μαρία." "Και για αυτό στεναχωριέσαι; Αυτό είναι δικό μου θέμα. Απλώς θα σε παρακαλέσω να μην το μάθει κανείς. Να το κρατήσουμε κρυφό μέχρι να βρω την ευκαιρία να της μιλήσω." "Εντάξει αν και δεν μου αρέσει όλο αυτό. Σου έχω όμως εμπιστοσύνη... Εννιά η ώρα. Δεν θα έπρεπε να έχεις φύγει;" "Αποφάσισα σήμερα να μείνω μαζί σου. Θέλω να περάσω χρόνο μαζί σου." Φάγαμε μαζί το πρωινό που μου έφτιαξε και πήγε στο δωμάτιο του να κάνει ένα μπανάκι. Τότε ήρθε η μητέρα μου. "Καλημέρα Αλεξία μου" "Καλημέρα μανούλα μου... Είμαι χαρούμενη, ευτυχισμένη... Νιώθω πως θα σπάσει η καρδιά μου από την τόση ευτυχία" "Χαίρομαι κορούλα μου. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο. Επιτέλους είστε μαζί. Να ακούς την μητέρα σου. Το έβλεπα πως έλιωνε για σένα. Λοιπόν κορούλα μου ήρθα να σου πω ότι θα φύγω." "Πού θα πας; Δεν σε αφήνω μόνη σου..." "Θα πάω σπίτι. Θα έρθει η θεία σου να μείνει μαζί μου. Είχα ξεχάσει πως την είχα καλέσει..." "Η κουτσομπόλα; Ελπίζω να μην της πεις τίποτα..." "Όχι προς Θεού 😂" Αυτό ήταν. Ήρθε ένα ταξί λίγο αργότερα και έφυγε. Ο Δημήτρης ήταν ακόμα στο δωμάτιο του. Εγώ ετοιμάστηκα γιατί ήμουν ακόμα με το λεοπαρδαλί νυχτικό μου.... Κατέβηκα και βγήκα στην αυλή. Ξάπλωσα στην αιώρα και τον σκεφτόμουν αλλά σκεφτόμουν και την μητέρα μου. Επειδή η μητέρα μου μέσα στην χαρά της μπορεί να έλεγε στην μακρινή θεία μας τι συνέβη και μετά ποιος ποταμός να μας ξεπλύνει από το στόμα της. Το χωριό είναι μικρό και θα το μάθαιναν όλοι. Από τις σκέψεις με έβγαλε ο Δημήτρης που κάθισε δίπλα μου. "Τι σκέφτεται πάλι αυτό το αθώο μυαλουδάκι σου;" "Αν όλο αυτό είναι αληθινό..." "Είναι..." "Τσίμπα με τότε για να δω ότι δεν ονειρεύομαι κι ότι τα όνειρα γίνονται και στα αληθινά" "Δεν θα σε τσιμπήσω αλλά..." Με φίλησε. "Τώρα; Το πιστεύεις;" "Θέλω λίγο ακόμα για να πειστώ" Και αρχίσαμε να φιλιόμαστε. Ξαπλώσαμε μαζί. Μιλήσαμε λίγο και ύστερα πήγαμε να φύγουμε για να πάμε βόλτα και εμφανίστηκε η Μαρία. Πάντα την χειρότερη στιγμή εμφανίζεται...

Η ΝταντάWhere stories live. Discover now