Σε θέλω. Με θέλεις;;

214 18 2
                                    

Όταν ξύπνησα δεν μπορούσα να καταλάβω τι έκανα μέσα στην ζεστή, γεμάτη σιγουριά αγκαλιά του. Το μόνο που ήθελα ήταν να τον αγκαλιάσω κι εγώ κι αυτό έκανα. Δεν μπορούσα να απαγορέψω άλλο τον εαυτό μου ούτε να σταματήσω να είμαι κοντά του. Τον θέλω! Τον θέλω δικό μου! Είμαι τρελά ερωτευμένη μαζί του. Θέλω να είμαι κάθε λεπτό κοντά του. Θέλω να αναπνέω κι αυτήν την στιγμή ανέπνεα. Είχα σταματήσει να αναπνέω όλο αυτό το διάστημα που ήμουν μακριά του. Ήθελα να του το πω. Ήθελα να το φωνάξω μα συγκρατήθηκα. Το παραδέχτηκα λοιπόν! Μα γιατί το αρνιόμουν; Φυσιολογικό δεν είναι; Τι φυσιολογικό; Έχει αρραβωνιαστικιά!! Ναι αλλά δεν την συμπαθεί η μικρή. Ούτε εγώ. Αλλά ο Δημήτρης; Δεν ήξερα τι ήθελε. Έπρεπε να μάθω. "Καλημέρα" μου είπε ο Δημήτρης βγάζοντας με από τις σκέψεις μου. "Καλημέρα. Τι κάνεις εδώ;" "Ήμουν εδώ για να σε ζεστάνω. Εξάλλου εσύ με τράβηξες κοντά σου..." "Θέλω να σου μιλήσω Δημήτρη." "Ωχ έχω αργήσει στην δουλειά. Πρέπει να φύγω!" "Και η κουβέντα μας;" "Το βράδυ. Το υπόσχομαι!" Ντύθηκε μου χαμογέλασε και έφυγε.... Πήγα στο δωμάτιο της μητέρας μου. Είχε κιόλας σηκωθεί. "Καλημέρα μαμά μου" "Καλημέρα Αλεξία μου" "Θες να σου ετοιμάσω κάτι να φας;" "Όχι. Έφαγα πιο πρωί. Σας είδα μαζί και..." "Πριν βγάλεις βιαστικά συμπεράσματα οφείλω να σου πω ότι δεν έγινε τίποτα." "Όμως στο είπα ότι σε θέλει. Τον βλέπω εγώ." "Μαμά κατάλαβα πόσο πολύ τον θέλω. Πόσο ερωτευμένη είμαι μαζί του. Ότι δεν μπορώ λεπτό μακριά του κι όταν είμαι μακριά του μοιάζει αιώνας." "Τι μου θύμησες τώρα... Θυμάμαι με τον πατέρα σου τι φουρτούνες είχαμε περάσει για να είμαστε μαζί. Οι γονείς του δεν με ήθελαν. Επειδή καταγόταν από πλούσια οικογένεια. Αλλά παράτησε τα πάντα, άφησε τα πάντα πίσω του, αψήφησε την οικογένεια του και ήρθε σε εμένα. Τον αποκλήρωσαν μα δεν παραπονέθηκε ποτέ. Δεν έβγαλε λέξη. Ήταν χαρούμενος, ευτυχισμένος, ευλογημένος που ήμασταν μαζί. Αργότερα ήρθες κι εσύ. Τότε να δεις πως ήταν. Μέσα στην τρέλα, την χαρά. Ήταν χαζομπαμπάς. Μέχρι που τον χτύπησε η μαύρη αρρώστια και μας τον πήρε από κοντά μας. Τεσσάρων ήσουν στα πέντε πήγαινες. Παρόλο που είχε αυτήν την καταραμένη αρρώστια ποτέ δεν είπε κάτι. Ήταν μέσα στην αισιοδοξία, την χαρά και την ελπίδα. Μου έδινε κουράγιο να συνεχίσω. Και τώρα το κάνεις εσύ. Εσύ μου δίνεις κουράγιο. Έχεις τα μάτια του. Έχεις την ανεμελιά του, την τρέλα του με την καλή έννοια... Πόσο μου τον θυμίζεις." Τα μάτια της έτρεχαν δάκρυα καθώς μου εξιστορούσε τον έρωτα και την αγάπη για το πρόσωπο του πατέρα μου. "Δεν έχεις την ανάγκη να ξαναφτιάξεις την ζωή σου;" "Το τόλμησα και είδες τα αποτελέσματα μου! Εξάλλου πέρα από τον πατέρα σου δεν βρέθηκε και δεν θα βρεθεί κάποιος σαν κι αυτόν. Ήταν μοναδικός στο είδος του. Θα τιμάω την μνήμη του μέχρι να ζω... Μια φορά θα νιώσεις έτσι. Ο Θεός έπλασε ένα ταίρι για τον καθένα μας. Έτσι πιστεύω. Μπορεί να μην είναι και σωστά αυτά που λέω." "Μαμά μπορείς να μου μιλήσεις για τον μπαμπά; Μου έρχονται αναμνήσεις, εικόνες αλλά είναι θολές και ανακατεμένες. Θυμάμαι είχε φτιάξει μια κούνια και ένα όμορφο, ξύλινο δεντρόσπιτο." "Ναι καθόμουν εκεί και σε είχα στην ποδιά μου και μας κουνούσε. Θυμάμαι μάλιστα πριν γεννηθείς έβαζε κλασσική μουσική και σου μιλούσε. Δεν ξεκολλούσε από την κοιλιά μου. Ήταν εκεί. Δεν με άφηνε να κάνω τίποτα." "Μαμά πάμε μια βόλτα;" "Και δεν πάμε; Όμως δεν έφαγες τίποτα!" "Θα πάρω κάτι απ' έξω..." Ετοιμάστηκα και βγήκαμε έξω. Πήγαμε στο σπίτι του πατέρα μου όταν ήταν μικρός. Εκεί ήταν οι παππούδες μου. Απλώς τους κοίταξα. Η μητέρα μου μου είπε ότι κι όταν έμαθαν ότι γεννήθηκα δεν άλλαξε κάτι. Απλώς τον έδιωξαν και δεν μετάνιωσαν ποτέ για την απόφαση τους. Περπατήσαμε. Πόσο με βοηθάει το περπάτημα και ιδιαίτερα κοντά στην θάλασσα. Καταπραΰνει το μέσα μου. Πήγαμε στο σπίτι και πήραμε κάποια πράγματα. Ύστερα χαζέψαμε τις βιτρίνες των καταστημάτων, καθίσαμε να φάμε και κατά το απόγευμα προς βράδυ πήγαμε στο σπίτι. Ανέβηκα πάνω και πήγα στο δωμάτιο μου. Με περίμενε. Άρχισε να με πλησιάζει και με φίλησε. Εγώ ανταπέδωσα. "Δημήτρη είμαι ερωτευμένη μαζί σου" "Τιι;;" "Πες κάτι..." "Αυτό θα κάνω πως δεν το άκουσα!" "Γιατί;;;;" "Γιατί... Γιατί... Δεν μπορώ! Δεν γίνεται" "Ναι... κατάλαβα" "Όχι δεν κατάλαβες. Δεν μπορείς να με καταλάβεις" "Τι νιώθεις για εμένα;" "Πολλά αλλά δεν γίνεται. Προδίδω την μνήμη της. Καληνύχτα και θα κάνω ότι περνάει από το χέρι μου για να μην σε ξαναπληγώσω" "Με έχεις πληγώσει ανεπανόρθωτα.... Πόσο ακόμα θα με πονάς;" Με κοίταξε και έφυγε... Δεν άργησε όμως να γυρίσει πίσω... "Σε θέλω γαμωτο μου" μου είπε και περάσαμε άλλο ένα βράδυ μαζί. Στην αγκαλιά του. Τώρα ξέρω αν με θέλει...

Η ΝταντάWhere stories live. Discover now