Περπατούσα και περπατούσα. Κάποια στιγμή άνοιξαν οι ουρανοί και άρχισε να βρέχει. Νομίζω ότι και η φύση με νιώθει. Είναι σαν να χάρηκε και αυτή από την λύτρωση μου και ρίχνει δάκρυα χαράς ή τουλάχιστον έτσι το βλέπω εγώ. Σκέφτηκα να πάω στο χωριό μου. Εκεί ο πατέρας μου μου είχε γράψει ένα σπίτι. Αυτό ήταν το χωριό του. Οι φίλοι του, οι συγγενείς του αλλά από τότε που πέθανε μας γύρισαν όλοι την πλάτη τους. Δεν καταλαβαίνω το γιατί. Λες και είχαν κάτι εναντίον μας. Δεν τους κατάλαβα ποτέ και μάλλον δεν θα τους καταλάβω και τώρα. Ευτυχώς δεν είναι μακριά το χωριό. Μισή ώρα δρόμος. Περιμένω το λεωφορείο που θα με οδηγήσει στο σπίτι που ζούσα μικρή. Άλλο ένα σπίτι γεμάτο όνειρα, υποσχέσεις και αναμνήσεις. Στο λεωφορείο βάζω τα ακουστικά μου και κάθομαι. Δεν έχει πολυκοσμία. Τρεις και ο κούκος ο οδηγός...(πλακιτσα!) Φτάνω στο χωριό και βλέπω κυράτσες από τα παράθυρα να με κοιτάζουν καλά-καλά και με μισό μάτι. Ωχ Παναγία μου για καλό ήρθα εδώ ή θα αντιμετωπίσω χειρότερα θηρία; Μπήκα μέσα. Όπως το περίμενα. Ακατάστατο το σπίτι και μυρίζει έντονα την μυρωδιά του κλειστού. Αρχίζω να το συμμαζεύω και να ανοίγω τα παράθυρα τόσο όσο για να φύγει η μυρωδιά. Βγάζω τα καλύμματα από τα έπιπλα και πηγαίνω μέσα στο δωμάτιο. Ευτυχώς το σπίτι είναι καλοστεκούμενο. Δεν είναι ερείπιο. Το είχαμε φτιάξει πριν 2-3 χρόνια. Βάζω την βαλίτσα μου πάνω στο κρεβάτι και αλλάζω ρούχα. Στο σπίτι μπαίνει μέσα μια μυρωδιά από βρεγμένο χώμα όπως τις πρώτες μέρες που βρέχει και το χώμα ρουφάει το νερό της βροχής. Δεν αφήνει σταγόνα. Το τραβάει όλο μέσα της. Ξαπλώνω και κλείνω τα μάτια μου. Ο Δημήτρης μου έρχεται στο μυαλό. Πόσο μου λείπει αλλά και πόσο θα ήθελα να ήμασταν αγκαλιασμένοι να είχαμε από μια κούπα ζεστή σοκολάτα και να κοιτάζαμε έξω από το παράθυρο να έπεφτε η βροχή, να ακούγαμε τον ήχο όπως πέφτει στο τζάμι. Και ύστερα να πηγαίναμε στο τζάκι και να το ανάβαμε για να ζεσταθούμε αλλά και να ψήσουμε πατάτες και κάστανα. Και εκεί γύρω να είναι και το Λιζάκι και να παίζει και να μας διηγείται ιστορίες από το σχολείο της. Μα ύστερα μου ήρθαν στο μυαλό όλα αυτά που συνέβησαν, όλα αυτά που μας χώρισαν και νευριάζω με τον εαυτό μου που κάνω τέτοιες σκέψεις. Αν με αγαπούσε, θα με στήριζε. Δεν θα με άφηνε έρμαιο στον πατέρα του, δεν θα πήγαινε με την Μαρία. Πιο πολύ πληγώθηκα από τα ψέματα του. Πληγώθηκα από τα ψεύτικα σ' αγαπώ του, πληγώθηκα για την προδοσία του, πληγώθηκα που μου είπε ψέματα και ετοιμαζόταν να αρραβωνιαστούμε λες και δεν συνέβαινε τίποτα. Γιατί όλα αυτά τα ψέματα; Αν ήθελε να με χρησιμοποιήσει γιατί δεν το έλεγε εξ αρχής; Θα του έριχνα ένα ωραίο βρίσιμο και αυτό θα ήταν. Δεν θα ταπεινωνόμουν τόσο αισχρά ούτε μπροστά στην μικρή ούτε σε κανέναν. Εγώ άντεξα τα πάντα για αυτή την σχέση. Εγώ δεν είπα ψέματα σε αυτήν την σχέση. Εγώ ότι μα ότι έλεγα τα εννοούσα. Ένιωθα ότι βρήκα τον σκοπό, το νόημα της ζωής αλλά έπεσα έξω. Όπως πάντα. Μάλλον έζησα για άλλη μια φορά, μια ωραία, φαντασμαγορική ψευδαίσθηση. Μπράβο μου που πίστεψα ότι θα μπορούσα κι εγώ να ζήσω το άπιαστο όνειρο. Που πίστευα στις αληθινές αγάπες και στις ιστορίες που διάβαζα. Τελικά όλα ψέματα είναι. Δεν υπάρχει τίποτα. Απλά όλα είναι μια καλοστημένη φάρσα. Όπως ήταν αυτό που έζησα και εγώ. Μια φάρσα... Βαθιές ανάσες. Όλα θα πάνε καλά. Δεν είσαι το κορόιδο που ήσουν τότε. Ξύπνα και στάσου στα πόδια σου. Γίνε δυνατή και μείνε. Πίστεψε στον εαυτό σου και θα τα καταφέρεις. Αξίζει να δείξεις στον εαυτό σου αλλά και στους γύρω σου τι πραγματικά είσαι και τι πραγματικά μπορείς να κάνεις. Και έτσι με τούτα και με εκείνα με πήρε ο ύπνος. Την άλλη ημέρα το πρωί σηκώθηκα να πάω να ψωνίσω διάφορα πράγματα για μέσα στο σπίτι. Ευτυχώς ο καιρός ήταν ευνοϊκός. Ήταν μια υπέροχη ηλιόλουστη ημέρα. Πήγα και έκανα ένα μπάνιο, ντύθηκα και βγήκα έξω. Καθώς περνούσα έξω από σπίτια και από την εκκλησία είδα πολλές γυναίκες να κουτσομπολεύουν και να με κοιτάζουν. Άλλες πάλι κάνανε κάτι μορφασμούς αηδίας και απέχθειας. Μάλιστα όταν έφτασα στην πλατεία δεν άργησε μια να φωνάξει ότι είμαι μια του δρόμου και πώς και εμφανίζομαι με αυτά τα μούτρα ύστερα από τόσα που έχω κάνει και ότι μοιάζω σαν την μητέρα μου την πουτάνα. Τις κοίταξα και προχώρησα. Τώρα θυμήθηκα τι έλεγαν. Για τον Δημήτρη και εμένα. Που μπήκα τότε ανάμεσα στο δήθεν ζευγάρι. Τότε που η μητέρα μου τα ξεφούρνησε στην κουτσομπόλα του χωριού. Δεν θα είναι ούτε εδώ καλό το κλίμα. Μπήκα μέσα στον φούρνο, αργότερα σε ένα παντοπωλείο, σε ένα μίνι μάρκετ αλλά δεν μου έδωσαν τίποτα. Με έβρισαν και έφυγα ντροπιασμένη αν και κανονικά έπρεπε να τους βρίσω και εγώ αλλά δεν έκανα απολύτως τίποτα. Έμεινα και υπέμεινα την κάθε προσβολή τους. Μπορεί να είχαν και δίκιο. Όχι στο ότι είμαι πουτάνα αλλά στο ότι είμαι αντροχωρίστρα. Και επίσης τι εννοούσε αυτή όταν είπε ότι έμοιασα στην μητέρα μου την πουτάνα. Γιατί το είπαν αυτό; Πήγα σε ένα διπλανό χωριό και ψώνισα τα απαραίτητα. Πήγα σπίτι και έφτιαξα κάτι ζεστό να πιω. Εκείνη την ώρα ήρθαν κάτι γυναίκες οργισμένες και άρχισαν να πετάνε πέτρες έξω από το σπίτι μου φωνάζοντας ότι είμαι μια του δρόμου και γιατί δεν με σπίτωσε κάποιος και άλλα τέτοια. Εγώ είχα τρομάξει πολύ. Ευτυχώς μετά από λίγη ώρα έφυγαν με βρισιές και κατάρες μιας και είχα πάρει την αστυνομία. Μια πέτρα με χτύπησε μάλιστα στο κεφάλι. Ευτυχώς ήταν ξώφαλτση. Από παντού νιώθω να με διώχνουν. Ακόμα και από εδώ νιώθω ανεπιθύμητη. Τι έχω κάνει ώστε να αξίζω τέτοια τιμωρία; Πραγματικά θέλω να ξέρω. Πφφφ... Μαζεύω τα σπασμένα γυαλιά και παίρνω τηλέφωνο να έρθουν να μου φτιάξουν τα τζάμια από τα παράθυρα. Τώρα έχω άλλα να κάνω. Πρέπει να τελειώνω με αυτόν τον τύπο. Θα τον στείλω στα δικαστήρια. Παίρνω μια πολλή καλή δικηγόρο την Ζωή Σωτηρίου. Ήταν παλιά γνωστή και φίλη του πατέρα μου. Ελπίζω να με βοηθήσει και να καταφέρουμε να κλείσουμε αυτό το κάθαρμα εκεί που ανήκει. Στην φυλακή. Δεν θέλω να ρίξει και άλλες γυναίκες μέσα στον βούρκο. Δεν θέλω άλλη γυναίκα να έχει εφιάλτες κάθε βράδυ. Κάθε φορά που κλείνει τα μάτια της να πετάγεται πάνω ιδρωμένη, με κομμένη την ανάσα νομίζοντας ότι είναι πάλι εκεί. Να φοβάται κάθε βήμα της ακόμα και την σκιά της. Όχι δεν μπορούσα να το επιτρέψω εγώ. Δεν μπορούσα να ζω με αυτό. Ήθελα να κλείσω αυτό το κεφάλαιο μια για πάντα. Ο κόσμος θα ζούσε με ένα λιγότερο γουρούνι. Πήρα τηλέφωνο. Μετά από δύο κουδουνίσματα το σήκωσε και της ζήτησα να μιλήσουμε από κοντά. Δέχτηκε και μάλιστα με μεγάλη χαρά. Το απόγευμα θα ερχόταν εδώ. Ευτυχώς είχα γρήγορη εξυπηρέτηση και έφτιαξαν γρήγορα τα τζάμια. Τώρα το μόνο που μένει είναι να έρθει. Μετράω τα λεπτά και τα δευτερόλεπτα μέχρι να έρθει. Αγωνιώ και φοβάμαι. Φοβάμαι όταν θα της το περιγράφω όχι μόνο σε αυτήν αλλά και στο δικαστήριο ότι θα το ζω ξανά και ξανά αυτό το μαρτύριο. Αλλά θέλω να τελειώσω με όλο αυτό οπότε αν είναι ας το αναβιώσω. Φτάνει να τελειώσει....
YOU ARE READING
Η Νταντά
RomanceΗ Αλεξία, μία κοπέλα που είναι μέσα στην ανεμελιά, στην χαρά και δεν την πτοεί τίποτα όταν συναντήσει τον Δημήτρη όλα θα αλλάξουν στην ζωή της. Ο πλούσιος Δημήτρης είναι ένας ξινός, στριμμένος με ένα 6χρονο παιδί που δεν γνώρισε ποτέ την μητέρα του...