Διπλός εαυτός

224 20 1
                                    

Ήρθε η καινούργια μέρα. Σήμερα ζήτησα ρεπό. Ήθελα να πάω η ίδια να ξεπληρώσω τα χρέη γιατί ότι στεναχώρια λύπη και γενικά ότι νιώθει η μαμά το νιώθω κι εγώ. Ακόμα και το χρέος θέλω να το πληρώσω εγώ γιατί νιώθω ότι επιβαρύνει κι εμένα αυτό το χρέος και με πνίγει. Δεν θέλω να χαθεί αυτό το σπίτι. Εκεί μέσα είναι όλες οι μνήμες μου, οι αναμνήσεις μου. Ο πατέρας μου έφυγε νωρίς από τις ζωές μας. Μόνο από φωτογραφίες τον κοιτάζω και μου έρχονται κάποιες στιγμιαίες αναμνήσεις, λίγο θολές βέβαια, γιατί έχουν ξεθωριάσει με τον χρόνο. Πηγαίνω στην τράπεζα και βλέπω ότι έχει μπει ένα τεράστιο ποσό. Είναι ακριβώς τόσα όσα να ξεπληρώσουμε και να μην μας απειλεί πια κανείς. Αλλά μπορεί και να φταίω. Άφησα την μητέρα μου μόνη της, έψαχνα να βρω κάτι καλύτερο και δεν είχα εκεί το μυαλό μου. Τα δίνω στην τράπεζα. Τώρα μου έχουν μείνει λιγοστά χρήματα αλλά νιώθω ανακουφισμένη, ήρεμη και γαλήνια. Νιώθω ότι έφυγε ένα βάρος από πάνω μου. Γυρίζω στο σπίτι και βλέπω την μητέρα μου κάτω. Δεν ήξερα τι να κάνω. Πήρα τον Δημήτρη τηλέφωνο μέσα στον πανικό μου. Άργησε να μου απαντήσει αλλά όταν απάντησε του είπα τι συμβαίνει και ήρθε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Την πήγαμε στο νοσοκομείο και αργότερα συνήλθε. Οι γιατροί μας είπαν ότι είχε χαμηλή πίεση αλλά έπρεπε να της κάνουν και κάποιες εξετάσεις για να είναι σίγουροι ότι είναι απολύτως καλά. Η μητέρα μου ψέλλισε καθώς μου κρατούσε το χέρι "συγγνώμη" κι εγώ την πήρα αγκαλιά και της είπα ότι τα λάθη είναι ανθρώπινα και ότι δεν χρειάζεται να ζητάει συγγνώμη για κάτι που ο καθένας στην θέση της θα έκανε. Δεν την μίσησα απλώς στενοχωρήθηκα που δεν μου το είπε, που δεν το μοιράστηκε μαζί με εμένα. Αυτό με ενόχλησε. Ο Δημήτρης είχε έρθει καθώς έκαναν εξετάσεις στην μητέρα μου και με πήρε αγκαλιά. Εκείνη την στιγμή ναι την χρειαζόμουν όσο τίποτα άλλο στον κόσμο. Έβαλα στην άκρη αυτό που ένιωθα. Τώρα ένιωθα μόνο φόβο και ένα βάρος στο στήθος μου από το άγχος, την στεναχώρια, το στρες δεν ξέρω καθόλου... Φοβόμουν για το χειρότερο σενάριο μα μόλις κοίταξα τα μάτια του ήταν σαν να κατάλαβε τις σκέψεις μου και μου είπε ότι "Να μην πηγαίνει ο νους σου στο κακό. Όλα καλά θα είναι!" Μου έδωσε απίστευτο κουράγιο, δύναμη και στήριξη. Η μητέρα μου θα έμενε εκεί για ένα βράδυ και αύριο αν ήταν καλύτερα και αυτή αλλά και οι εξετάσεις θα την άφηναν να βγει. Ο Δημήτρης έφυγε και θα επέστρεφε το πρωινό για να πάμε στο σπίτι. Ήθελε να πάμε σπίτι του... Δεν τον καταλαβαίνω αυτόν τον άνθρωπο. Τι είναι; Γιατί αλλάζει συνεχώς;; Ποιος είναι τελικά; Ο σκληρός και αμείλικτος ή γλυκός, τρυφερός και ανθρώπινος; Μόλις έφυγε κάθισα δίπλα της καθώς κοιμόταν. Κάθισα και την κοιτούσα. Παρατηρούσα την κάθε λεπτομέρεια που έχει στο πρόσωπο της. Έχει αρχίσει και έχει τις πρώτες της ρυτίδες. Αρχίζει σιγά σιγά και ο χρόνος περνάει από πάνω της.... Τα χέρια της όμως είναι πάντα το ίδιο μαλακά και βελούδινα σαν τότε που με κρατούσε στην αγκαλιά της. Στο τέλος αποκοιμήθηκα και δεν κατάλαβα πότε ξημέρωσε....

Η ΝταντάWhere stories live. Discover now