"Να...να αρραβωνιαστούμε;;" Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Εγώ με τον Δημήτρη; Ποιος θα το πίστευε αυτό;; "Θέλω! Θέλω τόσο πολύ να είμαι και επίσημα στην αγκαλιά σου να μην κρυβόμαστε από τον καθένα. Θέλω να είμαι δική σου για πάντα... Όμως..." "Τι έγινε; Μήπως δεν θέλεις; Μήπως μετάνιωσες;" "Μήπως βιαζόμαστε; Μόλις χώρισες την Μαρία και δεν γνωριζόμαστε τόσο καιρό..." "Μην έχεις αμφιβολίες για εμάς. Μπορεί να μην γνωριζόμαστε τόσο πολύ αλλά είναι σαν να σε ξέρω χρόνια. Μην μου πεις ότι κι εσύ δεν νιώθεις το ίδιο γιατί θα είναι ψέμα. Η Μαρία δεν σήμαινε και δεν σημαίνει τίποτα για εμένα. Δεν μας ενώνει τίποτα πέρα από την συνεργασία που έχουμε. Οπότε βγάλε όλες τις κακές σκέψεις μέσα από το όμορφο κεφαλάκι σου." "Εντάξει Δημήτρη μου. Απλώς φοβάμαι..." "Δεν θέλω να φοβάσαι τίποτα. Εγώ είμαι εδώ και θα μείνω μαζί σου για πάντα..."και μου χαμογέλασε. Τότε ανέβηκα πάνω του και τον κοιτούσα. "Τότε ναι θέλω μέσα από την καρδιά μου σου λέω ναι." και τον φίλησα. Το φιλί μας είχε πάθος και διάρκεια. Αποκοιμήθηκα στην ζεστή αγκαλιά του και δεν ήθελα με τίποτα να ξημερώσει γιατί θα τελείωνε αυτή η ζεστασιά.
Από την άλλη η μητέρα μου δεν μπορούσε να κρατήσει ένα τόσο μεγάλο μυστικό και το ξεφούρνισε στην θεία μου την κουτσομπόλα. "Η κόρη μου τα έχει με ένα παιδί που είναι αρραβωνιασμένος με μια άλλη αλλά κι αυτός θέλει την κόρη μου." "Τι; Τι είπες; Πόσο χαμηλά ξέπεσε η κόρη σου. Σαν δεν ντρέπεται! Μπήκε ανάμεσα στο ζευγάρι! Αυτά τα κάνουν μόνο οι εξώλης και προώλης. Φταις όμως κι εσύ! Έπρεπε να της τραβήξεις τα χαλινάρια μόνο την έχεις αδέσποτη και μου αρέσει που το λες και με καμάρι το ποιόν της κόρης σου..." "Αααα για να σου πω. Εγώ στο είπα για να χαρείς όχι να μιλάς έτσι για την κόρη μου..." " Τι να χαρώ με τις ντροπές που κάνει;;" "Θα σε παρακαλέσω να φύγεις από το σπίτι μου. Αρκετά είπες και έκανες." "Νομίζεις ότι δεν έμαθα και τα δικά σου με τα χρέη; Κι ότι έμπλεξες με πιτσιρίκια;" "Φύγε από το σπίτι μου τώρα. Αρκετά σε ανέχτηκα. Να μην σε ενδιαφέρει τι κάνω στην προσωπική μου ζωή είτε εγώ είτε η κόρη μου" "Θα μάθουν τι κουμάσια είστε σε όλο το χωριό" κι ύστερα έφυγε. "Τι ήθελα να μιλήσω; Γιατί δεν μπορώ να κρατήσω το στόμα μου κλειστό; Μου τα έλεγε η Αλεξία κι εγώ στον κόσμο μου!!"
"Αλεξία μου πότε θες να κανονίσουμε τους αρραβώνες μας;" "Εμ δεν ξέρω... Εσύ τι λες;" "Εγώ λέω όσο πιο γρήγορα τόσο το καλύτερο..."
"Μα υπάρχουν πολλά που πρέπει να κάνουμε..." "Μα θέλω γρήγορα να γίνεις δικιά μου και ύστερα από δύο εβδομάδες μετά τον αρραβώνα θα γίνουν και οι γάμοι μας." "Βιάζεσαι..." "Δεν βιάζομαι καθόλου ίσα ίσα που καθυστερώ κιόλας" "Αγάπη μου εσύ" "Πού θες να πάμε να φάμε σήμερα;" "Όπου θες!" "Εντάξει λοιπόν θα πάμε σε ένα ταβερνάκι οι τρεις μας." "Εντάξει!" Ετοιμαστήκαμε γρήγορα γιατί πεινούσα σαν λύκος και φύγαμε με το πολυτελέστατο αυτοκίνητο του που είχε χρώμα μπλε βαθύ. Πήγαμε σε ένα όμορφο παραθαλάσσιο ταβερνάκι με διάφορα ζευγαράκια. Ήταν ήσυχο μέρος και καθίσαμε κοντά στην θάλασσα και σου ερχόταν η μυρωδιά της αλμύρας. Παραγγείλαμε μέχρι που μια στιγμή σηκώθηκε ο Δημήτρης πάνω στην καρέκλα και είπε. "Μπορώ να έχω λίγο την προσοχή σας;" Τι να ήθελε να πει άραγε; "Εγώ είμαι τρελά ερωτευμένος με την Αλεξία αυτήν την κοπέλα που μου άλλαξε τη ζωή. Με έκανε καλύτερο άνθρωπο. Της χρωστάω τα πάντα. Γι αυτό θέλω να της πω όπως και εσάς ότι την θέλω για πάντα στην ζωή μου και της ζητάω να με παντρευτεί να περάσει το υπόλοιπο της ζωής της με τα καλά μου και με τα κακά μου." Και μου έδωσε το χέρι του. Δάκρυα έτρεχαν τα μάτια μου. Η Λίζα με ακούμπησε στην πλάτη και με πήρε αγκαλιά ύστερα σηκώθηκα και είπα "Ναι θέλω να είμαι για πάντα μαζί σου κι εσύ μου άλλαξες την ζωή μου, τα πιστεύω μου❤️" και τον φίλησα... Όλοι μας χειροκρότησαν και ύστερα μου πέρασε ένα όμορφο, μονόπετρο δαχτυλίδι με μια γαλαζοπράσινη πέτρα.
YOU ARE READING
Η Νταντά
RomanceΗ Αλεξία, μία κοπέλα που είναι μέσα στην ανεμελιά, στην χαρά και δεν την πτοεί τίποτα όταν συναντήσει τον Δημήτρη όλα θα αλλάξουν στην ζωή της. Ο πλούσιος Δημήτρης είναι ένας ξινός, στριμμένος με ένα 6χρονο παιδί που δεν γνώρισε ποτέ την μητέρα του...