Αχ ήθελα να φύγω από εκεί μέσα. Το ένιωθα δεν ήμουν καλοδεχούμενη ούτε από τον Δημήτρη ούτε από αυτήν την Μαρία. Ένιωθα τόσο απαίσια. Κάθε φορά η Μαρία γελούσε που πήρε μακριά τον Δημήτρη από αυτό που είχε ξεκινήσει ανάμεσα μας ή μήπως όλα αυτά ήταν στην φαντασία μου; Έρχονταν πιο κοντά ενώ με εμένα όλο και πιο μακριά. Η μόνη μου παρηγοριά το Λιζάκι και τα τραγούδια που άκουγα. Έφτιαξα μακαρόνια με κιμά κι αυτή την φορά ήταν τέλεια. Η μικρή έπαιζε έξω στην αυλή με τις κούκλες της και ήταν τόσο ωραίο να βλέπει κανείς πόσο ξέγνοιαστος είσαι. Μου έχει λείψει αυτό το στοιχείο και ιδιαίτερα από όταν ήρθα εδώ. Έχω ξεχάσει πως ήμουν. Έγινα μια άλλη... Αλλά από δω και μπρος θα είμαι αυτό που ήμουν πριν έρθω εδώ. Ένα πρόσχαρο, γελαστό και ξέγνοιαστο κορίτσι. Κανείς δεν θα μου πάρει την αθωότητα που έχω. Ακούω τα κλειδιά αλλά δεν σηκώνομαι. Μένω εκεί. Η Λίζα σηκώνεται και τρέχει στην αγκαλιά του πατέρα της. Την φιλάει τρυφερά κι ύστερα από πίσω του εμφανίζεται η Μαρία. Όλο εδώ θα είναι? Σπίτι δεν έχει σκέφτομαι. Εμφανίζομαι κι εγώ. "Το φαγητό είναι έτοιμο" του λέω χωρίς να τον κοιτάξω. Κάθε φορά που τον κοιτάω βλέπω την ψυχρότητα στα μάτια του, την απέχθειά που καθρεφτίζεται στο πρόσωπο του. Δεν δείχνει ούτε ένα ίχνος συναισθήματος σε εμένα. Στέκεται παγωμένος μπροστά μου. "Έφαγα έξω" απαντάει κοφτά και πηγαίνει στο γραφείο του. Εγώ βγαίνω έξω δακρυσμένη ενώ η μικρή με ακολουθεί. "Θα του πω ότι εγώ το έκανα. Δεν θέλω να κλαίς" "Δεν θα αλλάξει κάτι Λίζα μου. Εξάλλου δεν θέλω να τσακωθείτε. Άστα όπως έχουν τα πράγματα. Μπορεί να είναι και καλύτερα έτσι." "Θες να πάμε μια βόλτα;" "Αύριο καλύτερα. Σήμερα θέλω να κάτσουμε εδώ." παραπονέθηκε η μικρή. Ανέβηκα πάνω με την μικρή και ξάπλωσα. Ήρθε στην αγκαλιά μου και ύστερα από λίγη ώρα κοιμόταν σαν άγγελος. Έτσι με ένα χαμόγελο γλυκό... Αποκοιμήθηκα κι εγώ δίπλα της. Όταν ξυπνήσαμε είχε έρθει το απόγευμα. Κατεβήκαμε, φάγαμε παίξαμε με τις κούκλες, μπήκαμε στην πισίνα. Όταν μπήκαμε μέσα από την αυλή τότε αποχαιρετούσε την Μαρία και την ξεπροβόδισε από το κατώφλι του σπιτιού. Εγώ ανέβηκα πάνω κάθισα με την μικρή τις διάβασα παραμύθια, τις είπα περιπέτειες από τα παιδικά μου χρόνια και ύστερα αποκοιμήθηκε. Την σκέπασα,την φίλησα και πήγα στο δωμάτιο μου. Ο Δημήτρης ανέβηκε τα σκαλιά και πήγε στο δωμάτιο της Λίζας να την φιλήσει για καληνύχτα. Η Λίζα ξύπνησε καθώς κάθισε στο κρεβάτι της. "Μπαμπακα;" "Τι είναι μικρή μου; Κοιμήσου" "Η Αλεξία δεν έκανε τίποτα. Εγώ το έκανα αυτό γιατί δεν θέλω την Μαρία εδώ." "Τι;;;; Καλά καλά. Κοιμήσου. Θα μιλήσουμε αύριο μικρή μου πονήρω" Και έτσι την ξαναπήρε γλυκά ο ύπνος. Εγώ μόλις που είχα τελειώσει το μπάνιο και ετοιμαζόμουν να κοιμηθώ όταν άκουσα την πόρτα που άνοιξε. Και ήταν ο Δημήτρης..... Γιατί ήρθε στο δωμάτιο μου άραγε;;; Δεν έλεγε κάτι παρά μονάχα με κοιτούσε...
YOU ARE READING
Η Νταντά
RomanceΗ Αλεξία, μία κοπέλα που είναι μέσα στην ανεμελιά, στην χαρά και δεν την πτοεί τίποτα όταν συναντήσει τον Δημήτρη όλα θα αλλάξουν στην ζωή της. Ο πλούσιος Δημήτρης είναι ένας ξινός, στριμμένος με ένα 6χρονο παιδί που δεν γνώρισε ποτέ την μητέρα του...