Ακούω χτυπήματα στην πόρτα. Σίγουρα θα είναι αυτή. Ανοίγω. Όντως ήταν η Ζωή. Μόλις κοιταχτήκαμε πέσαμε η μια στην αγκαλιά της άλλης. Μου έκανε πολύ καλό αυτή η αγκαλιά. Καθίσαμε και της πρόσφερα έναν καφέ. "Πωπω πόσο μεγάλωσες, πόσο ομόρφυνες!!" "Κι εσύ δεν πας πίσω!" "Εγώ γέρασα..." "Φυσικά και όχι... Μια χαρά είσαι." "Δεν άλλαξες. Πάντα γλυκιά και ευγενική. Πάντα ξεχώριζες από την μητέρα σου. Για αυτό κολλήσαμε με τον πατέρα σου επειδή ήταν πάντα σαν κι εσένα ευγενικός, γενναιόδωρος, γλυκός, υποστηρικτικός και πάντα συγχωρούσε. Αλλά πες μου για ποιο λόγο με κάλεσες εδώ; Δεν μου είπες και πολλά στο τηλέφωνο." "Θα σου πω αν και δεν είναι και εύκολο. Είναι δύσκολο. Ούτε να το σκέφτομαι δεν θέλω. Θέλω να κλείσω κάποιον μέσα αλλά είναι πλούσιος και ξέρεις αυτοί οι τύποι δεν μπαίνουν εύκολα μέσα. Λαδώνουν." "Για ποιο λόγο; Και ποιος είναι ο πλούσιος που μου λες; Δεν σε καταλαβαίνω!" "Ο Σπύρος Στεφανάκης, ο γνωστός επιχειρηματίας. Δεν ξέρω αν τον έχεις ακουστά αλλά με βίασε. Και όχι μόνο μια φορά αλλά αλλεπάλληλες φορές. Δεν σβήνονται από το μυαλό μου, από την ψυχή μου. Είναι τόσο φρικιαστικό αυτό που συνέβη. Θέλω να τον κλείσω μέσα..." Δεν μπορώ να μιλήσω παρακάτω. Τα δάκρυα τρέχουν ποτάμι. Δεν βγαίνει η φωνή μου. "Ησύχασε κοριτσάκι μου. Πάρε τον χρόνο σου... Το κάθαρμα. Και η μητέρα σου; Γιατί δεν είναι μαζί σου; Πού είναι σε όλο αυτό; Ξέρω ότι τον έχουν καταγγείλει και άλλα κορίτσια αλλά επειδή δεν έχουν στοιχεία, την βγάζει καθαρή." Πίνω νερό. Λες και αυτή η ελπίδα να ναυαγήσει; "Δηλαδή δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα; Η μητέρα μου... Με παράτησε μόνη μου γιατί είναι με τον βιαστή μου. Με κατηγόρησε ότι εγώ του την έπεσα, ότι είμαι η κόρη που θέλει να της αρπάξει τον αγαπητικό. Δεν έχω κανέναν. Βασικά είχα αλλά μου το πήρε και αυτό, το κάθαρμα. Εξαιτίας του έχασα το μωρό μου, την μητέρα μου, τον Δημήτρη μου. Όλα... όλα... Μακάρι να ήταν εδώ ο πατέρας μου να με έσφιγγε στην αγκαλιά του." Τότε ακούστηκε μια αντρική φωνή που μπήκε μέσα μιας και η πόρτα είχε μείνει μισάνοιχτη. Σηκώνω το βλέμμα μου. "Εδώ είμαι κοριτσάκι μου." "Μπα...μπά; Εσύ είσαι; Στα αλήθεια εσύ είσαι;" "Ναι και άργησα πολύ να έρθω. Πέρασες πολλά και εγώ δεν ήμουν μαζί σου. Συγγνώμη!" "Μα η μαμά είπε ότι πέθανες... Πώς ζεις; Πού ήσουν τόσα χρόνια; Γιατί μας κορόιδεψες;" "Δεν σας κορόιδεψα. Δεν ήξερα που βρισκόσασταν. Η μητέρα σου μια μέρα άνοιξε την πόρτα και έφυγε. Τρελάθηκα. Σας έψαχνα παντού αλλά τίποτα. Η μητέρα σου βλέπεις ακόμα και όταν ήμασταν μαζί κυνηγούσε γκόμενους. Προσπάθησα να την μαζέψω αλλά δεν αλλάζει ο άνθρωπος." "Και τώρα πώς με βρήκες;" "Όταν μου τηλεφώνησες Αλεξία μου, ενημέρωσα κατευθείαν τον πατέρα σου. Είχε μαραζώσει τόσα χρόνια... Ήθελε μόνο να σε βρει. Οπότε το κανόνισε και ήρθε." "Όσα ευχαριστώ και να σου πω θα είναι λίγα Ζωή μου." "Ήθελα να σας ενώσω ξανά οπότε είναι χαρά μου. Αλλά ας επιστρέψουμε πίσω στο θέμα μας. Θέλω να μου πεις κάθε λεπτομέρεια από αυτά που έζησες, από αυτά που σου έκανε και δυστυχώς πρέπει να βρούμε στοιχεία για να τον κλείσουμε αλλά αν βρούμε και μαρτυρίες σίγουρα τον έχουμε στο τσεπάκι μας το καθίκι" "Πρώτη φορά στην ζωή μου νιώθω ότι θέλω να σκοτώσω άνθρωπο πραγματικά. Πώς γίνεται να πειράξεις αυτό το αγγελούδι αλλά και κάθε αγγελούδι. Πόση ανωμαλία υπάρχει σε αυτόν τον άδικο κόσμο;" "Μπαμπά μου μην τα σκέφτεσαι αυτά. Πιστεύω στην Ζωή και στην ζωή. Πιστεύω ότι θα γυρίσει ο τροχός και θα τον βάλουμε στην φυλακή!" "Αντρέα μπορείς να πας μέσα; Να τα πούμε εμείς εδώ;" "Ναι θα πάω. Δεν μπορώ να ακούσω τι έκανε αυτό το κάθαρμα στο κοριτσάκι μου. Δεν ξέρω αν θα άντεχα να ακούσω όλες αυτές τις φρικιαστικές λεπτομέρειες. Φαντάζομαι εσύ κοριτσάκι μου που πρέπει να τα φέρεις πίσω στην μνήμη σου." "Δεν έχουν φύγει από την μνήμη μου. Είναι λες και κάποιος τις έχει χαράξει εκεί με μαχαίρι και δεν σβήνουν ούτε οι εικόνες ούτε οι στιγμές. Όσο και να θέλω να τις σβήσω, να τις διαγράψω, να τις διώξω είναι αποτυπωμένες εκεί..." Ο μπαμπάς έφυγε αρκετά στεναχωρημένος μα συνάμα και θυμωμένος με όλη αυτή την κατάσταση. "Είσαι έτοιμη ή θες χρόνο;" "Ήδη έχω σπαταλήσει αρκετό χρόνο που τον έχω αφήσει ελεύθερο. Ήρθε η ώρα να αποδωθεί δικαιοσύνη. Αρκετά έμεινε έξω." "Ας αρχίσουμε λοιπόν. Πότε ξεκίνησαν όλα αυτά;" "Όταν ήρθε με την γυναίκα του στο σπίτι του Δημήτρη του αφεντικού μου, αγοριού μου. Με είχε προσλάβει ο Δημήτρης, ο γιος του Σπύρου Στεφανάκη να προσέχω το παιδί του και έτσι σιγά σιγά φούντωσε ο έρωτας, το πάθος και ήμασταν μαζί. Μετά από λίγο καιρό εμφανίστηκε η μητέρα του και ο Σπύρος. Αυτός το έπαιζε χαμηλών τόνων και έτσι. Κάποιες φορές έξω από το δωμάτιο μου, στην αρχή, ένιωθα σαν κάποιος να με παρακολουθεί την ώρα που άλλαζα ρούχα, την ώρα που έκανα μπάνιο αλλά έλεγα ότι μάλλον είναι της φαντασίας μου. Όμως μετά άρχισε να με πλησιάζει να μου λέει για ότι θες είμαι εδώ και να αρχίζει τα χουφτώματα. Λέω μπα απλώς μπορεί να είναι διαχυτικός ο άνθρωπος. Όμως μετά με στρίμωξε στο δωμάτιο μου και μια μέρα όταν έλειπαν όλοι από το σπίτι έγινε και το μοιραίο. Με πέταξε στο κρεβάτι του δωματίου μου με θυμό επειδή του είπα ότι δεν μπορεί να μπαίνει έτσι μέσα. Μου έσκισε τα ρούχα και αφού με ταπείνωσε με διάφορα κοσμητικά επίθετα, αφού βιαιοπράγισε στο σώμα μου, αφού μου φέρθηκε λες και ήμουν πουτάνα και έβγαλε όλες τις αρρωστημένες του ορέξεις πάνω μου έφυγε χαμογελώντας, σαν να πέτυχε τον στόχο του. Ακόμα και όταν το είπα του Δημήτρη δεν με πίστεψε ιδιαίτερα. Νιώθω ότι πίστεψε, ότι πήγα με τον πατέρα του έτσι επειδή μου την βάρεσε μια μέρα. Ύστερα από μερικές μέρες η μητέρα μου μου γνώρισε τον νέο σύντροφο της και ήταν αυτός. Οι απειλές του έδιναν κι έπαιρναν και εκείνο το βράδυ δήθεν της γνωριμίας μας με βίασε ξανά πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Ένιωθα αηδία. Ούτε να το ακουμπήσω δεν ήθελα μετά. Κάθε αντικείμενο που αντίκριζα εκεί μέσα το σιχαινόμουν. Μου έρχονταν οι μνήμες και αηδίαζα. Έπειτα πάλι με βίαζε όταν έλειπε η μητέρα μου από το σπίτι. Μια μέρα επιβεβαίωσα την εγκυμοσύνη μου με τεστ εγκυμοσύνης και ήρθε αυτός μέσα επειδή είπα στην μητέρα μου ότι δεν είναι αυτό που δείχνει και με βίασε και με έσπασε στο ξύλο με αποτέλεσμα να οδηγηθώ στο νοσοκομείο και να έχω χάσει και παράλληλα τον καρπό του έρωτα μου με τον Δημήτρη. Την τελευταία φορά ήρθε με απειλή μαχαιριού και μου είπε να τον φιλήσω με αποτέλεσμα να μας δεί η μητέρα μου και να με διώξει από το σπίτι. Πάνω κάτω αυτά είναι. Μόνο σε ένα πράγμα φταίω. Που ενώ το έβλεπα να έρχεται, έβλεπα την προειδοποίηση δεν έκανα τίποτα. Απολύτως τίποτα." "Κοριτσάκι μου"είπε η Ζωή και με αγκάλιασε. "Και τώρα;" "Τώρα ψάχνουμε για αποδείξεις και θα πάμε στον εισαγγελέα. Από αύριο αρχίζει ο αγώνας μας." "Ποιος θέλει ζεστή σοκολάτα και πίτσα;" φώναξε ο πατέρας μου με χαρούμενη διάθεση για να ανεβάσει το κλίμα. "Εγώ, εγώ" είπε η Ζωή αν και σε όλους η μπουκιά δεν κατέβαινε κάτω.
YOU ARE READING
Η Νταντά
RomanceΗ Αλεξία, μία κοπέλα που είναι μέσα στην ανεμελιά, στην χαρά και δεν την πτοεί τίποτα όταν συναντήσει τον Δημήτρη όλα θα αλλάξουν στην ζωή της. Ο πλούσιος Δημήτρης είναι ένας ξινός, στριμμένος με ένα 6χρονο παιδί που δεν γνώρισε ποτέ την μητέρα του...