Μπαίνω μέσα στο σπίτι και τηλεφωνώ στην αστυνομία. Ύστερα από λίγη ώρα έρχονται δύο αστυνομικοί και παρακολουθούν το σπίτι μου. Τηλεφωνώ και στον πατέρα μου να έρθει. Μόλις ακούει τι έγινε έρχεται κατευθείαν. Μόλις ακούω την πόρτα την ανοίγω και βλέπω τον πατέρα μου. Πέφτω στην αγκαλιά του. Δεν θέλω να βγω από κει. Νιώθω ασφάλεια. "Κόρη μου σου έχω μια πρόταση... Δεν ξέρω αν σου έχει μιλήσει η μητέρα σου που φυσικά δεν θα το έχει κάνει αλλά έχω μια εταιρεία. Θα ήθελες να πας να δουλέψεις εκεί;" "Και που βρίσκεται αυτή η εταιρεία; Και τι εταιρεία είναι;" "Λοιπόν κάθισε να σου πω. Έχω μια εταιρεία που φτιάχνει και παράγει ρούχα. Είναι για plus size ρούχα. Είναι και γυναικεία και ανδρικά. Θέλω να πας εκεί και να βοηθήσεις τον Τζόναθαν. Τρέχει τον τελευταίο καιρό μόνος του την εταιρεία και σίγουρα θα είναι δύσκολο για αυτόν." "Ωωωω πατέρα μου αυτά είναι θαυμάσια νέα. Ζητούσα μια ευκαιρία να φύγω από δω και μου την έδωσες. Θέλω να φύγω." "Να τελειώσει όλο αυτό με αυτόν και ύστερα να φύγεις μακριά από όλους και θα έρθω κι εγώ μαζί σου με την Ζωή. Δεν ήθελα να στο πω με όλα αυτά που συμβαίνουν αλλά έκανα πρόταση γάμου στην Ζωή." "Μπαμπά αυτά είναι υπέροχα νέα. Θα έχω νέα μητέρα δηλαδή;" "Ναι.. και αυτή παρόλο που δεν έχει κάνει δικά της παιδιά σε αγαπάει σαν δικό της. Και μην ανησυχείς θα σου κάνουμε και αδερφάκι." "Χαχαχα να κάνετε όσα παιδιά θέλετε. Κι εγώ θα έκανα αλλά..." Θυμήθηκα το δικό μου μωράκι και βούρκωσα. Αν ζούσε θα ήταν μέσα στην κοιλίτσα μου και ίσως και να άρχιζε να κλωτσάει. Θα είχα τις εικόνες από το υπερηχογράφημα, θα άκουγα κάθε μήνα την καρδούλα του να χτυπάει. Αλλά δεν με άφησε να χαρώ αυτό το κάθαρμα. Ο πατέρας μου με πλησιάζει και με παίρνει αγκαλιά. "Σςς κοριτσάκι μου όλα θα πάνε καλά από δω και πέρα... Δεν θα αφήσω να συμβεί τίποτα. Μόλις τελειώσουν όλα βάλε σε όλους ένα Χ και φύγε μακριά από αυτούς που σε πόνεσαν. Ξέχνα τα όλα και ζήσε ξανά από την αρχή. Από το μηδέν. Έπεσες... αλλά θα ξανασηκωθείς. Χρειάζεσαι ένα χέρι και στο δίνω." Μαγείρεψα και φάγαμε μαζί και ύστερα είχε κάτι δουλειές και έπρεπε να φύγει αλλά θα ερχόταν το βράδυ με την Ζωή. Μου το υποσχέθηκε. Ανέβηκα πάνω. Ήθελα να κάνω ένα ζεστό μπάνιο να φύγει από πάνω μου η μαυρίλα της καθημερινότητας, της ζωής και να ανοίξουν, να καθαρίσουν οι πόροι του σώματος και από εκεί να εμφανιστεί το φως. Ήθελα λίγο φως μέσα σε αυτό το σκοτάδι που ζούσα. Βγάζω τα ρούχα μου και μπαίνω μέσα στο ντουζ και βλέπω μπροστά μου τον Σπύρο. Ήταν γυμνός και με άρπαξε με τα βρωμερά του χέρια και με έβαλε μέσα. Άνοιξε το νερό και έτρεχε πάνω μας. "Πόσο μου έχεις λείψει και εσύ και το κορμάκι σου" μου ψιθύρισε. Εγώ τον έσπρωξα αλλά ήταν πιο δυνατός. "Πας να ξεφύγεις από τον μπαμπάκα σου;"είπε γελώντας. "Είσαι γελοίος... Σε σιχαίνομαι!" "Εγώ να δεις πόσο με αυτό που έκανες. Στεναχωρησες πολύ τον μπαμπάκα σου. Δεν έπρεπε να τα βάλεις μαζί μου. Τώρα θα το πληρώσεις." Με έκανε να νιώθω όπως παλιά. Είχα αρχίσει να ηρεμώ αλλά αυτός ήρθε πάλι και τα ισοπέδωσε όλα. Γιατί; Δεν του φτάνει που με χώρισε από την μητέρα μου, από τον Δημήτρη; Αλλά όχι δεν πρέπει να με καταβάλει ο φόβος. Πρέπει να φερθώ γενναία. Όταν τελείωσε με πεταξε και σηκώθηκε να ντυθεί. "Ελπίζω να το απολαυσες όσο κι εγώ." Με όσες δυνάμεις μου είχαν απομείνει τον ρώτησα πώς μπήκε μέσα. "Ευκολάκι. Μπήκα από το παράθυρο του μπάνιου και να μαι!!" "Δεν τους φοβάσαι;" "Όχι..." " Θα έπρεπε λοιπόν!!" Μια στιγμή πήρα θάρρος και κουράγιο και φώναξα βοήθεια. Τότε μπήκαν μέσα οι αστυνομικοί και τον συνέλαβαν. "Δεν με φοβίζετε. Δεν με φοβίζει κανείς εμένα. Θα βγω σύντομα από κει και θα μου το πληρώσεις. Μην ξεχάσεις την υπόσχεση μου γιατί όπου κι αν πάω θα είμαι πάντα σαν σκιά σου. Για αυτό να φυλάγεσαι" Εγώ έκλαιγα και ο ένας εκ των δύο αστυνομικών μου έφερε μια πετσέτα και με τύλιξε και πήρε τηλέφωνο τον πατέρα μου. Έφτασαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Εγώ είχα ξαπλώσει στο κρεβάτι. Ήταν και ένας γιατρός μαζί μου. "Εσύ ποιος είσαι;" τον ρώτησε ο μπαμπάς μου. "Ο γιατρός. Ήρθα για να την εξετάσω. Είδα ότι η κόρη σας όντως έχει βιασθεί και όχι μόνο μια φορά αλλά πολλάκις. Της έδωσα ένα ηρεμιστικό. Καλό θα ήταν να την παρακολουθήσει κάποιος ψυχολόγος και να πάτε σε έναν ιατροδικαστή για να τον κλείσετε μέσα καθώς αυτός θα διαγνώσει ότι βιάστηκε και θα έχετε ένα γερό χαρτί στα χέρια σας. Λυπάμαι και καλό κουράγιο. Μην την αφήνετε μόνη της τώρα θέλει στήριξη..." "Ευχαριστούμε γιατρέ" είπε η Ζωή χαμηλόφωνα σχεδόν. Κάθισαν δίπλα στο κρεβάτι μου.
Από την άλλη η μητέρα μου πήγε στο κρατητήριο όπου είχαν τον Σπύρο καθώς της τηλεφώνησε. "Γιατί τον κρατάτε εδώ; Δεν έχετε κανένα δικαίωμα. Ο σύντροφός μου δεν έχει κάνει τίποτα." "Σας παρακαλούμε κυρία μου. Αφήστε μας να κάνουμε την δουλειά μας. Τι θέλετε;" "Ήρθα να δω τον Σπύρο Στεφανάκη, τον μέλλοντα σύζυγό μου." "Αναρωτιόμαστε πραγματικά πως είστε μαζί με αυτό το τέρας." "Δεν σας επιτρέπω! Κάποια παρεξήγηση θα έγινε σίγουρα!!" "Περάστε από εδώ... Έχετε 20 λεπτά" "Αγάπη μου είσαι καλά;" "Ναι με κατηγορούν αδίκως ότι και καλά βίασα την κόρη σου. Αλλά να ξέρεις ότι εγώ πήγα γιατί αυτή με κάλεσε. Ήθελε να μου μιλήσει, να μου πει ότι αν της έκανα μια χάρη ότι θα έπαιρνε πίσω την καταγγελία της." "Ποια ήταν η χάρη;" "Φώναζε και μπήκα στο μπάνιο και κλείδωσε την πόρτα. Μου έκανε στριπτίζ και άνοιξε μετά το νερό και μου χόρευε αισθησιακά καθώς έπεφτε το νερό πάνω της. Με τράβηξε και μου έβγαλε τα ρούχα. Εγώ αντιστάθηκα αλλά... με βίασε" "Τιιι;;; Δεν μπορώ να το πιστέψω!! Τι πουτανα Θεέ μου. Γιατί να γεννήσω μια τέτοια κόρη; Μέσα στο αίμα της έχει το ψέμα;" "Ηρέμησε. Το θέμα είναι ότι με έμπλεξε και δεν ξέρω τι να κάνω για να βγω από εδώ. Αυτό θέλω μόνο. Θέλω να ζήσουμε τα όνειρα μας και να κάνουμε οικογένεια. Να σε παντρευτώ και να κάνουμε πολλά παιδιά. Μην τους αφήσεις να σου αλλάξουν γνώμη. Εγώ είμαι το θύμα αυτής της υπόθεσης. Πήγα μόνο και μόνο για να λύσουμε το θέμα. Για να μην στεναχωριέσαι και εσύ. Το έκανα πιο πολύ για εσένα." "Μείνε ήσυχος θα κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου για να μην είσαι μέσα. Στο υπόσχομαι." Φιλήθηκαν από τα κάγκελα, την χούφτωσε και έφυγε.
Ας γυρίσουμε όμως πίσω στο σπίτι που η Αλεξία είχε ανεβάσει πυρετό. "Όχι, όχι δεν θέλω, άφησε με κάθαρμα. Δεν θέλω. Θέλω να φύγω... Μηηηηηη" Ο μπαμπάς μου έπιασε το χέρι ενώ η Ζωή πήγε να μου φτιάξει μια σούπα. "Μην φοβάσαι. Εδώ είμαι. Συγγνώμη που δεν ήμουν εδώ πάλι για να σε προστατέψω. Μακάρι να ερχόμουν πιο νωρίς. Το κάθαρμα. Έπρεπε να τον είχα χτυπήσει αλλά δεν μου δόθηκε η ευκαιρία να έρθω πιο νωρίς για να δει πόσα απίδια να βάζει ο σάκος." "Μπαμπά κρυώνω. Πάρε με αγκαλιά. Φοβάμαι. Δάκρυα ξέφευγαν από τα μάτια μου. "Σςςς κοριτσάκι μου. Όλα τώρα θα πάρουν τον δρόμο τους και θα μπει για πολλά χρόνια στην φυλακή." Δεν ήθελα να ξυπνήσω, δεν ήθελα να νιώθω έτσι το σώμα μου μουδιασμένο, βιασμένο, λεηλατημένο, βρώμικο. Δεν άντεχα να σκέφτομαι την ίδια σκηνή ξανά και ξανά. Αλλά ακόμη και στο όνειρο μου ερχόταν και γελούσε καθώς βεβήλωνε το σώμα μου, και την ψυχή μου την μαύριζε ανεπανόρθωτα. Ήθελα να δώσω ένα τέλος σε όλο αυτό. Και ίσως ήταν η ώρα να φύγω για πάντα....
YOU ARE READING
Η Νταντά
RomanceΗ Αλεξία, μία κοπέλα που είναι μέσα στην ανεμελιά, στην χαρά και δεν την πτοεί τίποτα όταν συναντήσει τον Δημήτρη όλα θα αλλάξουν στην ζωή της. Ο πλούσιος Δημήτρης είναι ένας ξινός, στριμμένος με ένα 6χρονο παιδί που δεν γνώρισε ποτέ την μητέρα του...