Αφήνομαι σε αυτό το παραδεισένιο φιλί. Δεν ξέρω γιατί αλλά το ήθελα απεγνωσμένα πολύ. Θέλω να του μιλήσω, να του πω για το παιδί που έχασα αλλά δεν ξέρω αν θα με πίστευε. Αυτό το αν πάντα θα με τρώει. Αν του το πω και πει ότι μπορεί να ήταν του πατέρα του εγώ τι θα του πω; Δεν γνωρίζω όντως ποιανού ήταν αλλά το ένστικτο μου φώναζε από μίλια μακριά ότι ήταν του Δημήτρη το πίστευα και το πιστεύω ακόμα. Δεν μπορεί να με ξεγέλασε έτσι. Δεν λένε ότι το ένστικτο μιας γυναίκας και ιδιαίτερα μιας μάνας δεν πέφτει ποτέ έξω; Τον έσπρωξα αν και ήθελα και άλλο. Πιο πολύ. Ακόμα πιο πολύ. Ο Δημήτρης με κοιτούσε κι εγώ τον κοίταζα. Δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από πάνω του. Έπρεπε να φύγω. Δεν ήθελα να υποκύψω για άλλη μια φορά στον έρωτα του. Ήθελα να φύγω. Και θα το έκανα. Ήθελα να αλλάξω παραστάσεις. Ναι αυτό θα έκανα. Θα άλλαζα ζωή. "Θα φύγω..." "Πού θα πας; Δεν μπορείς μακριά μου. Το βλέπω... Ούτε κι εγώ μπορώ όμως!" "Κι όμως...θα το κάνω... Μόλις τελειώσω αυτό που άρχισα θα φύγω. Δεν με κρατάει τίποτα πια εδώ. Δεν αντέχω άλλο εδώ. Τίποτα όμορφο δεν υπάρχει πια εδώ." "Δεν ζήσαμε όμορφα;" "Ζήσαμε όπως το είπες μέχρι που το χάλασες". "Σου εξήγησα... Δεν το ήθελα. Είχα πιει. Σε φανταζόμουν στην αγκαλιά του πατέρα μου και ένιωθα φρικτά" "Εγώ ξέρεις πώς ένιωθα όταν βρισκόμουν στην αγκαλιά του με την βία; Αηδία! Με βίαζε κάθε μέρα, με παρακολουθούσε κάθε μέρα και εσύ σκεφτόσουν ότι πήγαινα με τον πατέρα σου γιατί μου άρεσε... Με απειλούσε, με χτυπούσε, με εξανάγκαζε. Εξαιτίας του έχασα ότι πολυτιμότερο μου είχε απομείνει. Και αυτό ήταν το παιδί που κυοφορούσα. Το παιδί μας. Ξέρεις πόσα έχω υποφέρει στα χέρια του;; Ξέρεις τώρα ότι είναι με την μητέρα μου; Ξέρεις ότι εξαιτίας του έχασα κάθε επαφή με την μητέρα μου; Με μισεί και δεν θέλει να με βλέπει. Ξέρεις με θεωρεί πουτάνα όπως κι εσύ... Νόμιζε ότι την έπεφτα στο κελεπούρι, τον πατέρα σου.." "Δεν ήξερα... Λυπάμαι... Θα τον σαπίσω στο ξύλο... Το τέρας! Πώς μπόρεσε να στα κάνει όλα αυτά; Πώς άντεξες αγάπη μου; Ε.... Εγώ ποτέ δεν σε είπα ούτε θα σε έλεγα ποτέ έτσι. Δεν είσαι... Είσαι το πιο αγνό, το πιο γλυκό, το πιο όμορφο πλάσμα του κόσμου. Είμαι ηλίθιος που δεν σε πίστεψα. Δεν σε πίστεψα για αυτό ήθελα να σε πληρώσω με το ίδιο νόμισμα. Τώρα μπορώ να στο πω. Αλλά ήταν ένα λάθος. Αλλά ποτέ δεν έπαψα να σε αγαπάω. Γύρνα πίσω και εγώ θα διώξω την Μαρία. Θα αναγνωρίσω, θα αγαπάω αυτό το παιδί αλλά ως εκεί. Αυτήν δεν την αγαπάω, την βλέπω και δεν νιώθω τίποτα." "Το παιδί δεν είναι λάθος. Εσείς είστε λάθος που το βλέπετε έτσι. Κι αν όπως το θεωρείς λάθος μπορούσατε να προσέχετε. Όλα τα λάθη έχουν κι ένα τίμημα. Το τίμημα λοιπόν ήταν να χωρίσουμε. Επίσης για να μην το μάθεις από αλλού τον πατέρα σου ο κόσμος να γυρίσει ανάποδα θα τον κλείσω στην φυλακή. Τέτοια γουρούνια σαν κι αυτόν αυτό τους αξίζει. Να μην είναι έξω, να μην προκαλούν άλλο κακό και πόνο. Ελπίζω να συμφωνείς." " Μην με εγκαταλείψεις..." "Πρέπει..." Την ώρα που πήγα να φύγω εμφανίστηκε η μητέρα του Δημήτρη. "Πάλι εδώ; Τι ήρθες να κάνεις πάλι εδώ εκτός από το να φέρεις την καταστροφή;" "Ήρθα... Ήρθα γιατί τα βήματα μου με έφεραν εδώ... Ήταν η τελευταία φορά..." "Το ελπίζω γιατί δεν θα αντέξει αυτή η οικογένεια κι άλλες απώλειες εξαιτίας εσένα και της μητέρας σου της ξετσίπωτης. Τον έχετε μαζί μάνα και κόρη τον άνδρα μου; Τον μαδάτε καλά; Τον μοιράζεστε με μέρες; Δεν φτάνει που εσύ τον ήθελες, διαλύσατε και την υπόλοιπη οικογένεια. Εμένα με χώρισε ο ξεδιάντροπος, η Λίζα, η εγγονούλα μου έφυγε εξαιτίας σου. Μην χαλάσεις και την ευτυχία του γιου μου με την Μαρία. Μην γίνεις η αιτία να χωρίσουν και να χάσω και το εγγόνι μου..." "Δεν ήρθα εδώ για να διαλύσω καμία "ευτυχία". Αντίθετα ήρθα για να τελειώσω τις εκκρεμότητες μου." "Μητέρα ακούς τι λες; Ποια ευτυχία μου; Δυστυχία θες να πεις. Αν δεν υπήρχε αυτό το παιδί θα ήμουν μαζί της νομίζεις; Όχι, θα ήμουν με την Αλεξία." Ξαφνικά μπήκε μέσα η Μαρία δακρυσμένη. "Τόσο πολύ δεν το θες αυτό το παιδί που εύχεσαι να μην υπήρχε; Ντροπή σου κι εσένα και αυτηνής. Ήρθες πάλι για να μας κάνεις να υποφέρουμε;" Έφυγε τρέχοντας και πήγε στο δωμάτιο της. Κλείδωσε μάλιστα. Άρχισε μάλιστα να κάνει και κάτι τηλεφωνήματα. Η μητέρα του Δημήτρη έτρεξε από πίσω της, ρίχνοντας μου μια άγρια ματιά. Ο Δημήτρης έτρεξε και αυτός πίσω της. Τότε μου δόθηκε η ευκαιρία να πάρω τα ξεχασμένα πράγματα μου και να φύγω. Νομίζω ότι έφερα την καταστροφή πάλι, άθελά μου. Δεν ήθελα να πληγώσω ούτε να πληγωθώ. Όμως τα πόδια μου δεν ελέγχονταν. Με οδηγούσε η καρδιά. Είναι αδύνατο να μην την ακολουθήσεις. Από την άλλη η Μαρία απειλούσε ότι θα έκανε έκτρωση. Ευτυχώς η μητέρα του Δημήτρη την καθησύχασε ότι δεν θα πήγαινα ξανά πια εκεί. Ο Δημήτρης είχε μουδιάσει. Είχε μείνει σιωπηλός. Φυσικά δεν ήθελε για κανέναν λόγο να χάσει το παιδί του αλλά από την άλλη δεν μπορούσε να απαρνηθεί αυτά που ένιωθε. Ήταν πιο δυνατό. Αλλά παραδόθηκε. Της ζήτησε να μην κάνει καμία κουταμάρα και ότι θα ήταν στο πλευρό τόσο αυτηνής όσο και του παιδιού τους. Έτσι όφειλε να κάνει. Η Μαρία χαμογελούσε πονηρά. Είχε πετύχει για άλλη μια φορά τον σκοπό της. Αλλά για πόσο ακόμα θα νικούσε αυτό που ένιωθε ο Δημήτρης για την Αλεξία; Έφυγα... Έτρεξα. Ούτε κι εγώ δεν κατάλαβα πως βρέθηκα στην στάση του λεωφορείου. Μηχανικά έβγαλα από την τσάντα μου το κασκόλ του. Ένα κασκόλ σκούρο μπλε, το χρώμα της φουρτουνιασμένης θάλασσας. Είχε πάνω τα αρχικά του και το άρωμα του. Το πήρα για να έχω κάτι από αυτόν. Να τον έχω κι ας μην τον έχω. Μπήκα μέσα στο λεωφορείο και έφτασα στον προορισμό μου. Απ'έξω από την πόρτα μου είδα για άλλη μια φορά τον εφιάλτη μου να ζωντανεύει. Ήταν ο Σπύρος με ένα αγριεμένο πρόσωπο που με κοίταζε έτοιμο να με κατασπαράξει. "Άνοιξε και μην βγάλεις τσιμουδιά" "Φύγε από εδώ αλλιώς θα καλέσω την αστυνομία!" "Θα φύγω αλλά δεν τελειώσαμε ακόμα. Μην νομίζεις ότι θα αλλάξει κάτι. Δεν μπορείς να μου κάνεις τίποτα! Εσύ θα είσαι η χαμένη..." "Για να δούμε.... Μην είσαι τόσο σίγουρος. Αυτή η σιγουριά σου κάποια μέρα θα σε φάει..." Με έπιασε από τον λαιμό. "Σκύλα... Μην παίζεις μαζί μου" Ευτυχώς εκείνη την ώρα περνούσε ένα αυτοκίνητο και με άφησε. Ευτυχώς έφυγε αλλά αν επέστρεφε; Τότε; Κάτι έπρεπε να κάνω. Θα πάρω τα μέτρα μου... Δεν γίνεται αλλιώς. Θα πρέπει δηλαδή ξανά να ζω με τον φόβο; Δεν θα το επιτρέψω. Όχι πια... Θα τον νικήσω και τον φόβο μου αλλά και αυτόν.
YOU ARE READING
Η Νταντά
RomanceΗ Αλεξία, μία κοπέλα που είναι μέσα στην ανεμελιά, στην χαρά και δεν την πτοεί τίποτα όταν συναντήσει τον Δημήτρη όλα θα αλλάξουν στην ζωή της. Ο πλούσιος Δημήτρης είναι ένας ξινός, στριμμένος με ένα 6χρονο παιδί που δεν γνώρισε ποτέ την μητέρα του...