Ο έρωτας και ο βήχας δεν κρύβονται

212 16 2
                                    

Ξύπνησα από ένα χέρι που ακουμπούσε την πλάτη μου. Ήταν ο Δημήτρης. "Καλημέρα" μου ψιθύρισε στο αυτί. Σηκώθηκα απότομα. Το άγγιγμα του με ηλέκτρισε. Ήταν τόσο δυνατό και διαπεραστικό αυτό που ένιωσα. Λες και έβαλα το δάχτυλο μου στην πρίζα. Οι παλμοί αυξήθηκαν αλλά δεν ήθελα να δείξω κάτι ή να καταλάβει τίποτα. "Καλημέρα" του απάντησα κι εγώ. Αργότερα ήρθαν οι γιατροί και μου είπαν ότι όλα ήταν καλά. Ότι δεν έπρεπε να ανησυχούμε γιατί δεν διέτρεχε κανένα κίνδυνο. Τότε μόνο ηρέμησε το μέσα μου. Με το που μου είπε ο γιατρός ότι όλα είναι καλά ανακουφίστηκα ξεφυσώντας. Πήρε το εξιτήριο και μπήκαμε στο αυτοκίνητο του Δημήτρη. Η μητέρα μου διαφωνούσε. Δεν ήθελε να είναι βάρος στον Δημήτρη και για αυτό ήθελε να πάει σπίτι της διαβεβαιώνοντας μας ότι είναι μια χαρά. Εγώ και ο Δημήτρης της εξηγούσαμε ποιο είναι το καλύτερο για αυτήν την στιγμή. Με τούτα και με εκείνα την πείσαμε. Με δυσκολία μεν αλλά τα καταφέραμε στο τέλος δε. Τελικά ο Δημήτρης κι εγώ είμαστε η καλύτερη ομάδα. Τι ήθελα να το πω αυτό; Κάθε λίγο και λιγάκι με κοίταζε από τον καθρέφτη. Η καρδιά μου νόμιζα πως θα βγει έξω. Κοιτάζω έξω. Βλέπω που περνάμε δέντρα, φυτά και λουλούδια. Όλα είναι τόσο λιτά μα συνάμα τόσο όμορφα. Χαίρεται η ψυχή σου με τα χρώματα, τα αρώματα, με την φύση γενικά αν δεν την καταστρέφαμε κάθε λεπτό, κάθε στιγμή. Φτάσαμε στο σπίτι και βοήθησα την μητέρα μου να πάει πάνω. Ετοίμασα το δωμάτιο και κάθισα κοντά της. Με κοίταξε, μου χαμογέλασε και με ρώτησε" Είσαι ερωτευμένη;" "Μαμά τι ερωτήσεις είναι αυτές;;" "Είδα πως κοιτούσε ο ένας τον άλλο. Έχει συμβεί κάτι;" "Ό,τι κι αν συνέβη, τελείωσε... Αυτό να κρατήσεις. Μόνο αυτό!" "Κι αυτός σε θέλει κορίτσι μου!" "Νομίζω μαμά ότι δεν κατάλαβες καλά. Είναι αρραβωνιασμένος με άλλη. Τι θα έβρισκε σε εμένα; Το πολύ-πολύ ένα κρεβάτι τίποτα άλλο. Εμείς δεν είμαστε του επιπέδου του. Δεν έχουμε αυτά που έχει αυτός και η αρραβωνιαστικιά του. Τα πλούτη, τα σπίτια, τα αυτοκίνητα δεν ξέρω τι άλλο...." "Κι όμως εσύ κάνεις το λάθος... Σε θέλει..." "Από πού το κατάλαβες;" "Από τα μάτια του έτσι όπως σε κοιτούσε. Πετούσαν φλόγες τα μάτια του από έρωτα για εσένα. Ούτε δράκος να ήταν." Έτσι πέρασε η μέρα μου σιγά σιγά μιας και δεν θα είχα την Λίζα για λίγες μέρες γιατί είχε πάει να επισκεφθεί τους παππούδες της. Έδωσα τα φάρμακα στην μητέρα μου και ύστερα από λίγο αποκοιμήθηκε. Εγώ κατέβηκα κάτω. Εκεί ήταν ο Δημήτρης στον υπολογιστή του. "Δεν κοιμήθηκες ακόμα;" με ρώτησε. "Όχι... Δεν έχω ύπνο" και βγήκα στην αυλή. Το αεράκι άγγιζε το δέρμα μου. Ένιωθα μια ευχάριστη ανατριχίλα. Ευτυχώς τα μαλλιά μου τα είχα μαζέψει. Ήρθε και ο Δημήτρης έξω. "Σου έφερα ζεστό τσάι" και μου έδωσε μια κούπα. "Ευχαριστώ" αποκρίθηκα. Κοιτούσα τον ουρανό. Σήμερα το βράδυ ήταν μια ήσυχη νύχτα. Φαινόταν η γέμιση του φεγγαριού και πιο δίπλα τα αστέρια σαν να το είχαν περικυκλώσει ή σαν να σχημάτιζαν κάτι... Έμεινα εκεί μάλλον μέχρι που με πήρε ο ύπνος. Ο Δημήτρης με πήρε στην αγκαλιά του και με ανέβασε πάνω. Είχα αρχίσει να κρυώνω. Ο Δημήτρης πήγε να φύγει καθώς καθόταν στο κρεβάτι για να μου βγάλει τα παπούτσια. Τον άρπαξα και τον πήρα αγκαλιά για να ζεσταθώ... Μείναμε αγκαλιά μέχρι το πρωί...

Η ΝταντάWhere stories live. Discover now