Η απόφαση

164 15 1
                                    

Έπειτα από όλες τις μάρτυρες ήρθε και η σειρά του κατηγορούμενου να μιλήσει. "Λοιπόν πείτε μας για όλα αυτά τα περιστατικά που ακούσαμε εδώ. Αληθεύουν;" "Φυσικά και όχι. Τίποτα από όλα αυτά δεν αληθεύει. Εγώ δηλώνω αθώος... Αυτές θέλουν να με παγιδεύσουν και πιο πολύ αυτή (και έδειξε εμένα!)" "Και γιατί να θέλουν να σε παγιδεύσουν. Ποιο θα ήταν το κέρδος τους;" "Τα λεφτά για μία πιο άνετη ζωή. Αλλά η Αλεξία πέρα από αυτό της άρεσαν οι άντρες και πιο πολύ αυτοί που είχαν λεφτά όπως εγώ και ο γιος μου. Μας ήθελε και τους δύο για να είναι εξασφαλισμένη. Όταν χωρίσανε με τον γιο μου και είδε οτι δεν έχει λεφτά και είδε κι ότι τα έφτιαξα μιας και χωρίσαμε με την γυναίκα μου με την μητέρα της λέει να από εκεί θα τα πάρω. Μου την έπεφτε ασύστολα και δίχως κανέναν ηθικό φραγμό. Ακόμα και όταν η μητέρα της βρισκόταν σε διπλανό δωμάτιο. Είχε μανία μαζί μου. Ακόμα κι όταν τρώγαμε στο τραπέζι με χαίδευε από κάτω με τα πόδια της. Εγώ είμαι άντρας και μερικές φορές πήγα να πέσω με τα κόλπα της αλλά ευτυχώς συνερχόμουν... Όσο για τις υπόλοιπες είναι τρελές. Οι κόρες τους με περιτριγύριζαν όταν τα είχα με τις μητέρες τους όπως η Αλεξία και οι υπόλοιπες για τα λεφτά ή κι εγώ δεν ξέρω τι...." Είχα νευριάσει. Πραγματικά τι σκεφτόμουν; Ότι θα άλλαζε μέχρι την τελευταία στιγμή και θα τα παραδεχόταν όλα; "Ψεύτη! Υποκριτή! Γιατί δεν λες την αλήθεια; Γιατί δεν λες μπροστά στο δικαστήριο τα βασανιστήρια της κολάσεως που περάσαμε; Ε; Γιατί;" Και οι υπόλοιπες γυναίκες διαμαρτύρονταν. Μα τι θράσος είναι αυτό; Έδωσε και ο Δημήτρης κατάθεση φυσικά υπέρ μας και στο τέλος η μαμά του Δημήτρη που είπε τα χειρότερα για εμένα και τέλος η μητέρα μου που υπερασπίστηκε αυτό το κινούμενο τέρας. Το δικαστήριο διέκοψε για να πάρει την απόφαση για το μέλλον του βιαστή. Εγώ βγήκα στον διάδρομο για να πάρω λίγο αέρα. Ήταν αποπνικτικά μέσα στην αίθουσα. Πιο δίπλα ο πατέρας μου που μιλούσε με την Ζωή.
Σε μία ώρα θα έφευγα. Σε μία ώρα θα άλλαζα σελίδα. Θα ξαναγεννιόμουν και θα άρχιζα από το μηδέν. Μπήκα ξανά μέσα. Ο Σπύρος με κοίταξε με ένα δολοφονικό βλέμμα και η μητέρα μου κουνούσε το κεφάλι της ότι δεν το περίμενε αυτό από εμένα και ότι την απογοήτευσα οικτρά. Η μητέρα του Δημήτρη έφτυσε προς το μέρος μου φωνάζοντάς μου "ντροπή σου τσουλί" Δεν θα ντραπώ ξέροντας ότι έχω πει την αλήθεια. Δεν θα σταματήσω να την φωνάζω. Ούτε κι εσείς να σταματάτε. Να μιλάτε. Μην φοβάστε. Πρέπει να μάθει ο κόσμος τι καθάρματα υπάρχουν αλλά και να μην φοβούνται είτε από φόβο, είτε από ενοχές είτε από ντροπή είτε από τίποτε. Σίγουρα πολλοί θα σας πουν να σιωπήσετε αλλά μιλήστε υπάρχουν άτομα που θα σας στηρίξουν από την αρχή μέχρι το τέλος της διαδρομής. Μην διστάζετε. Δεν πρέπει να αφήνουμε κανέναν να καταπατά τα δικαιώματα μας είτε ανηλίκων, είτε γυναικών είτε οτιδήποτε. Η βία έχει ανθίσει και θα ανθίζει αν δεν μιλήσουμε και να πατάξουμε αυτό το έγκλημα. Οι δικαστές επέστρεψαν και είχαν πάρει την απόφαση τους. "Το δικαστήριο αποφάσισε δις ισόβια στον κατηγορούμενο για πολλαπλό βιασμό αλλά και εκβιασμό. Λύεται η συνεδρίαση" "Είναι άδικοοοο" φώναζε ο Σπύρος. Όλες και μαζί κι εγώ χαμογελάσαμε επιτέλους. Νιώσαμε απελευθερωμένες από τα δεσμά του βιαστή.... Φύγαμε και πήγαμε σπίτι και φαγάμε κάτι έτοιμο που πήραμε απ' έξω και ήπιαμε στην ελευθερία... Ρώτησα τον πατέρα μου πότε με το καλό θα παντρευτούν και μου είπε ότι θα παντρευτούν αλλά όχι τώρα στο κοντινό μέλλον. Πήγα πάνω να ετοιμαστώ γιατί ας μην ξεχνιόμαστε έχω κι ένα ταξίδι μπροστά μου. Με πήγαν γρήγορα στο αεροδρόμιο τους αποχαιρέτησα κι ανέβηκα στο αεροπλάνο. Από την άλλη ο Δημήτρης πήγε σπίτι του κι άκουσε την Μαρία να μιλάει με κάποιον στο τηλέφωνο... Δεν ήξερε ποιος ήταν αλλά άκουγε τι έλεγαν και άκουγε πως στην άλλη γραμμή ήταν σίγουρα άντρας. "Ναι καλέ... Σήμερα είναι ο γάμος. Ούτε που το κατάλαβε πατερούλη μου πως αυτό το μωρό δεν είναι δικό του αλλά του πατέρα του. Ευτυχώς με βοήθησε όταν τον χρειαζόμουν. Δεν ήθελε και πολύ. Μόλις του κουνήθηκα λίγο έπεσε σαν ώριμο φρούτο." Αυτό ήταν δεν χρειαζόταν να ακούσω άλλα. Μπήκα μέσα και αυτή έκλεισε αμέσως το κινητό. "Δημήτρη μου... Δεν έπρεπε να έρθεις εδώ, δεν πρέπει να με δεις με το νυφικό είναι γρουσουζιά.... Δεν θα πήγαινες στο σπίτι του φίλου σου να ντυθείς;" "Τώρα δεν χρειάζεται να πάω πουθενά. Τα άκουσα όλα. Νόμιζες ότι μια ζωή θα ήμουν στα σκοτάδια; Δεν χρειάζεται βέβαια να σου πω ότι ο γάμος ματαιώνεται... Και όταν γυρίσω να μην σε βρω εδώ. Πώς μπόρεσες να χρησιμοποιήσεις ένα μωρό, μια αθώα ψυχούλα για τα βρώμικα και σκοτεινά σχέδιά σου; Τι σου έφταιγε; Μόνο και μόνο για να με χωρίσεις απο την Αλεξία και να με τυλίξεις;" Δεν χρειαζόταν να πω κάτι άλλο. Πήρα το σακάκι μου, το κινητό και τα κλειδιά μου και έτρεξα να μπω στο αμάξι. Έτρεχα με υπερβολική ταχύτητα για να φτάσω στο αεροδρόμιο. Ήθελα να την σταματήσω πρωτού φύγει. Να της εξηγήσω πως όλα ήταν όλα μια καλοστημένη κομπίνα, μια κακόγουστη φάρσα, μια παρεξήγηση. Και που έφτασε... Τίποτα! Εκείνη την ώρα απογειωνόταν το αεροπλάνο και τα όνειρα για την επανένωση τους έδειχναν να απομακρύνονται ολοένα και περισσότερο. Χαιρέτησε κι έφυγε για το άγνωστο. Να πνίξει τον πόνο του. Κοίταξε το κινητό του. Έλεγε μητέρα, 5 αναπάντητες κλήσεις αλλά δεν είχε όρεξη, ούτε κουράγιο για τα κηρύγματα της. Έφτασε σε ένα μπαρ και άρχισε να πίνει, να ξεχάσει. Έπινε το ένα ποτήρι πίσω από το άλλο, άρχισε να γελάει και να κλαίει ταυτόχρονα για την κακή του μοίρα που ότι είχε αποκτήσει, μονομιάς την επόμενη στιγμή το έχανε. Όχι αυτό δεν το άντεχε. Είχε μουδιάσει ολόκληρος αλλά δεν μπορούσε να την ξεχάσει... Έπρεπε να τα είχε ακούσει πιο νωρίς... Να την προλάβει και της πει όσα δεν πρόλαβε, να την κάνει και πάλι δική του, να την σφίξει δτην αγκαλιά του και να μην την αφήσει ποτέ ξανά. Δεν θα άκουγε ποτέ ξανά κανέναν. Μόνο αυτήν... Θα πήγαινε πίσω. Θα τα ξεχνούσε, θα τα έσβηνε όλα λες και δεν συνέβησαν ποτέ στην ζωή του και θα συνέχιζε όπως και πρώτα μαζί με την κορούλα του. Πλήρωσε και βγήκε έξω. Του ήρθε πάνω του το παγωμένο βοριαδάκι και ανατρίχιασε αλλά ένιωσε να αναπνέει. Μπήκε ξανά στο αυτοκίνητό του για το σπίτι αλλά όπου κι αν κοίταζε έβλεπε το προσωπό της, τα όμορφα μελαγχολικά μάτια της. Δεν είδε το φορτηγό που ερχόταν καταπάνω του. Δεν πρόλαβε να το αποφύγει... Μετά σκοτάδι. Ένα γλυκό σκοτάδι καθώς την έβλεπε, ήταν κοντά της, την άκουγε....
Αργότερα εκείνη την ημέρα πήραν τηλέφωνο την Αλεξία αλλά δεν το σήκωσε... Δεν ήθελε να θυμάται το παρελθόν καθώς την έπαιρναν από το τηλέφωνο του Δημήτρη.... Δεν είχε να του πει κάτι. Πού να ήξερε;

Η ΝταντάWhere stories live. Discover now