Πωπω δεν το πιστεύω καθόλου. Ήρθαμε τόσο κοντά χάρις της μικρής. Αλλά αποτραβιέμαι θέλω να δει ότι δεν τον έχω συγχωρήσει ακόμα παρά το γεγονός ότι τον έχω συγχωρήσει ακόμα κι όταν μου είπε αυτά τα πικρόχολα σχόλια. Τον καληνύχτισα. Ήθελα να ουρλιάξω από χαρά, να τσιρίξω όμως κρατήθηκα και όταν έφτασα στο δωμάτιο μου άρχισα να χοροπηδάω και να κάνω σαν το χαζοχαρούμενο. Πόση τρέλα κουβαλάω?
Έκλεισα το φως και έκλεισα την πόρτα. Στάθηκα έξω από την πόρτα της. Ήθελα να χτυπήσω να μπω μέσα και να την φιλήσω. Ή μήπως όχι; Ίσως να μην ένιωθε σαν εσένα χαζέ σκέφτομαι. Και τι εννοείς νιώθω; Τι νιώθω; Δεν πρέπει να νιώθω. Η Μαρία είναι αρραβωνιαστικιά μου μόνο και μόνο επειδή ταιριάζουμε στην τάξη, στα λεφτά, στις σκέψεις και επειδή χρειάζεται μια μαμά η μικρή όχι όμως ότι την θέλω ή την αγαπώ. Εξάλλου έχουν σβήσει αυτά που ένιωθα. Έχει παγώσει όλο μου το είναι. Δεν αισθάνομαι ή μάλλον μπορεί να αισθάνομαι και να δείχνω ότι δεν αισθάνομαι. Δεν ξέρω. Πάντως δεν αφήνομαι. Ξέρω παλιά ήμουν αλλιώς. Σαν την Αλεξία. Αλλά ήρθε η μικρή στον κόσμο, η αγάπη μου πέθανε κι έτσι πέτρωσε και η καρδιά μου. Δεν μπορώ να αγαπήσω ξανά. Δεν θέλω να βάλω άλλη στην θέση της και μισώ μερικές φορές τον εαυτό μου που σκέφτεται την Αλεξία,που χτυπάει δυνατά όταν είναι εκεί η Αλεξία, που μυρίζω το άρωμα της και παίρνω βαθιές ανάσες για να έχω το άρωμα της μέσα στα πνευμόνια μου. Κλείνω τα μάτια μου. Ακόμα εκεί είναι. Την βλέπω. Χαμογελάω, παίρνω αγκαλιά το μαξιλάρι και κοιμάμαι.
Ξημέρωσε και κατεβαίνω κάτω. Σήμερα θα πήγαινα στην μητέρα μου. Την είχα πραγματικά ξεχάσει με όλα αυτά που συνέβησαν. Έπρεπε να πάρω άδεια για να πάω και θα έπαιρνα φυσικά και την μικρή μαζί μου. Ήθελα να την γνωρίσω στην μητέρα μου, ήθελα να της δείξω αυτό το αγγελούδι. Φτιάχνω πρωινό και ανεβαίνω πάνω. Ήμουν ατημέλητη και ήθελα να φτιαχτώ για να κατέβω κάτω. Πήγα και έκανα ένα μπάνιο. Το νερό ήταν σούπερ. Ήταν χλιαρό και με αναζωογόνησε. Έβαλα ένα τζιν μια μπλούζα μποτάκια και πήγα στο δωμάτιο της μικρής. Εκείνη την ώρα ίσα που είχε ξυπνήσει. Την φίλησα, την έστειλα να πλύνει προσωπάκι, της βρήκα ρουχαλάκια και την περίμενα. Ύστερα από λίγο βγήκε. Ντύθηκε και κατεβήκαμε κάτω. Όταν φτάσαμε στην κουζίνα ήταν εκεί ο Δημήτρης και έτρωγε. Η μικρή τον πλησίασε, τον αγκάλιασε, τον φίλησε, του είπε καλημέρα και ύστερα κάθισε για να πάρει το πρωινό της. Εγώ του μίλησα και του ζήτησα άδεια. Αυτός με κοίταξε, μου χαμογέλασε και με άφησε. Ύστερα αφού τελειώσαμε το πρωινό πήραμε τα πράγματα μας και φύγαμε καθώς αφήσαμε τον Δημήτρη να είναι στο γραφείο και να κάνει διάφορα τηλεφωνήματα. Μετά από την πολλή κίνηση φτάσαμε στο σπίτι. Χτύπησα την πόρτα και ύστερα από λίγο άνοιξε η μητέρα μου. Η χαρά της ήταν απερίγραπτη. Είχε τόσες μέρες να με δει που της είχα λείψει. Με τράβηξε και με έχωσε στην αγκαλιά της. "Πόσο μου έλειψες" ύστερα με άφησε αφού παραλίγο να με πνίξει και κοίταξε την μικρή.... Μας είπε να περάσουμε μέσα. Καθίσαμε και μας προσέφερε γλυκά και χυμό. "Μαμά να σου γνωρίσω την Λίζα. Λίζα από δω η μανούλα μου" "Χάρηκα" "Κι εγώ μικρή μου. Καλέ τι όμορφο κορίτσι που είσαι εσύ!!" Νομίζω ότι κοκκίνισε λιγάκι. Ύστερα από την πολλή συζήτηση και είχε πάει μεσημέρι χτύπησε το τηλέφωνο. Περίμενα να δω ποιος ήταν. Όταν το σήκωσε η μητέρα μου χιλιάδες χρώματα άλλαξε το πρόσωπο της. Όταν το έκλεισε κάθισε στην πολυθρόνα μελαγχολική. "Μαμά τι συμβαίνει;" Δεν μου απάντησε...
YOU ARE READING
Η Νταντά
RomanceΗ Αλεξία, μία κοπέλα που είναι μέσα στην ανεμελιά, στην χαρά και δεν την πτοεί τίποτα όταν συναντήσει τον Δημήτρη όλα θα αλλάξουν στην ζωή της. Ο πλούσιος Δημήτρης είναι ένας ξινός, στριμμένος με ένα 6χρονο παιδί που δεν γνώρισε ποτέ την μητέρα του...