Ο πνιγμός

287 21 1
                                    

"Νομίζω ότι της φέρθηκες πολύ άδικα" της είπε ο Δημήτρης με ήρεμο τόνο. "Είδες πως μου μίλησε και λες για μένα?"είπε νευριασμένα η Μαρία. "Δεν νομίζω ότι κι εσύ της μίλησες καλύτερα" συνέχισε. "Δημήτρη την υπερασπίζεσαι?" "Ας αλλάξουμε θέμα ας μιλήσουμε για την δουλειά"
Εγώ από την άλλη βγήκα έξω από την μια απογοητευμένη γιατί πάλι δεν πήρα την δουλειά αλλά απ' την άλλη ανακουφισμένη,ήρεμη,δικαιωμένη. Πως γίνεται να μην είπε τίποτα κι αυτός μόνο καθόταν έτσι? Αμ η άλλη η κότα έτσι μου ερχόταν να την πνίξω. Τι το έπαιζε δηλαδή? Εδώ μέχρι και η μικρή έχει καταλάβει τι είναι. Αχ που πάω και μπλέκω. Αυτό ήταν. Δεν ψάχνω άλλο. Κουράστηκα να με απορρίπτουν από παντού. Επιστρέφω σπίτι και πηγαίνω κατευθείαν στο δωμάτιο μου. Βγάζω τα ρούχα μου και πηγαίνω να κάνω μπάνιο. Το νερό πάντα με καθαρίζει,με λυτρώνει. Δεν ξέρω γιατί αλλά το νερό έχει την ιδιότητα να με ηρεμεί,με κάνει να μην σκέφτομαι. Κάθε φορά βγαίνω άλλος άνθρωπος από το μπάνιο. Πάλι σας ζαλίζω μα τι να κάνω κάπου θέλω να τα πω!! Ντύνομαι και κατευθύνομαι προς στην κουζίνα. Τι να φάω? Φτιάχνω μια σαλατούλα και κάθομαι στο τραπέζι. Που έχει πάει η μητέρα μου αναρωτιέμαι. Ακούω χτυπήματα στην πόρτα. Ποιος να είναι τέτοια ώρα σκέφτηκα. Ο ταχυδρόμος ήταν. Σίγουρα θα ήταν από την αδελφή μου που από τότε που παντρεύτηκε έναν πλούσιο επιχειρηματία μας έχει ξεγράψει και δεν δίνει δεκάρα αν ζούμε ή όχι. Ανοίγω το γράμμα. Βασικά δεν θέλω να το διαβάσω. Αλλά αν γράφει κάτι σημαντικό? Τέλος πάντων το ανοίγω. Μας στέλνει card postal από τις διακοπές τους. Δεν είναι ότι ζηλεύω ή ότι θέλω τα λεφτά αλλά θέλω την αδελφή μου έτσι όπως ήταν. Γιατί μας ξέγραψε? Επειδή ήμαστε φτωχές? Μα κι αυτή ήταν κάποτε. Δεν της φερθήκαμε καλά? Μια χαρά της φερθήκαμε και της παρείχε η μαμά φυσικά και εμένα ότι ήθελε. Αλλά βέβαια αυτό είναι το ευχαριστώ της. Ψάχνω το κινητό μου μέσα στην τσάντα. Άφαντο. Μα πού το άφησα πάλι? Ωχ λες να το ξέχασα εκεί? Κάνω το σπίτι άνω κάτω με την ελπίδα να το βρω. Δεν ήθελα για κανένα λόγο να πατήσω ξανά εκεί. Να όμως που πρέπει να ξαναπάω. Βάζω ένα κολάν και μια μπλούζα και ξεκινάω να πάω σπίτι του. Ωχ επιστρέφω πίσω ξέχασα να πάρω το χαρτάκι με την διεύθυνση. Βασικά ήξερα που ήταν αλλά ήθελα να σιγουρευτώ. Πολλή κίνηση και σήμερα. Δεν παλεύεται ο κόσμος, η κίνηση και η τόση φασαρία. Ασφαλώς και θα ήθελα να ζήσω στην εξοχή ή σε μια πιο ήσυχη πόλη. Δεν θα με χάλαγε. Φτάνω έξω από το σπίτι του. Παίρνω βαθιές αναπνοές και χτυπάω το κουδούνι. Μου ανοίγει την πόρτα. "Έγινε κάτι?"με ρωτάει. ""Νομίζω πως ξέχασα το κινητό μου" του απαντάω. Αυτός κατευθύνθηκε προς το γραφείο του ξανά. Ήταν μαζί του κι αυτή. Πηγαίνω προς τον καναπέ. Τίποτα. Λες να είναι στο δωμάτιο της μικρής? Ανεβαίνω τα σκαλιά και ανοίγω την πόρτα σιγά σιγά. Πού να είναι η μικρή σκέφτομαι. Αχ να το! Είχε πέσει κάτω από το κρεβάτι της μικρής. Ακούω κάτι φωνές που ολοένα  ακούγονται και πιο αδύναμες. Πλησιάζω στο παράθυρο και τι να δω. Την μικρή μέσα στην πισίνα να πνίγεται. Χωρίς δεύτερη σκέψη τρέχω ανοίγω την πόρτα της αυλής και πηδάω μέσα να την σώσω. Ευτυχώς δεν είχε πάθει τίποτα. Ωστόσο ήρθε και ο πατέρας της μικρής καθώς άκουσε φωνές. Η μικρή με πήρε αγκαλιά. "Ήθελα να πιάσω την μπάλα και έπεσα μέσα" είπε κλαίγοντας. "Όλα καλά. Απλώς την επόμενη φορά να φωνάξεις τον μπαμπά." Ήρθε και την πήρε στην αγκαλιά του και την κρατούσε σφιχτά. "Μην τρομάξεις ξανά τον μπαμπά σου μικρή μου. Να ήξερες μόνο πόσο φοβήθηκα" Το μόνο που ψέλλισε καθώς έπαιρνε την μικρή να την πάει στο δωμάτιο της ήταν "σε ευχαριστώ"......

Η ΝταντάWhere stories live. Discover now