Σιωπηλές υποσχέσεις

25 6 2
                                    

Οι μέρες περνούσαν και η Φρέγια, σήμερα θα συναντούσε επιτέλους, την μητέρα της και την Γκρέις. Ο Λουκ συνέχιζε να είναι στο πλευρό της και οι δυο τους είχαν περάσει αρκετό χρόνο μαζί, με αποτέλεσμα να αρχίζει να δημιουργείται ένας ισχυρός δεσμός ανάμεσά τους. Που θα τους έβγαζε όμως αυτό; Κανείς τους δεν ήξερε, ίσως όμως οι ζωές τους από εδώ και πέρα, να ήταν συνδεδεμένες. Τώρα ήταν πρωί και η Φρέγια είχε ξυπνήσει νωρίτερα από ανυπομονησία για την μέρα που απλωνόταν μπροστά της, αλλά και επειδή ήθελε να περιποιηθεί εκείνη τον Λουκ σήμερα. Έτσι ετοίμασε ένα υπέροχο πρωινό και περίμενε τον Λουκ να ξυπνήσει. Ο Λουκ δεν άργησε να ξυπνήσει και μόλις άνοιξε τα μάτια του, της χάρισε ένα φωτεινό χαμόγελο.
- Καλημέρα, ξύπνησες νωρίς σήμερα βλέπω. Της είπε και την πλησίασε, αφήνοντας ένα φιλί στο μέτωπό της. Εκείνη του χαμογέλασε και με θεατρική κίνηση, του έδειξε όλα αυτά που είχε ετοιμάσει πάνω στο τραπέζι.
- Καλημέρα! Το πρωινό σερβιρίστηκε. Του είπε γελώντας.
- Φαίνονται όλα υπέροχα Φρέγια! Γιατί αυτή η ιδιαίτερη περιποίηση σήμερα; Της είπε χαμογελώντας.
- Απλά ήθελα σήμερα να σε περιποιηθώ, πειράζει; Του είπε εκείνη χαριτωμένα και ναζιάρικα.
- Καθόλου δεν πειράζει! Μην μου κάνεις αυτή τη φατσούλα δεν μπορώ, της είπε και της τσίμπησε το μάγουλο που ήταν ήδη βαμμένο κόκκινο.
- Λοιπόν ας φάμε! Σήμερα έχουμε μεγάλη μέρα μπροστά μας! Λουκ πρέπει να σε ρωτήσω, σίγουρα θέλεις να έρθεις; Του είπε εκείνη.
- Μα φυσικά και θέλω να έρθω Φρέγια. Εκτός κι αν για κάποιο λόγο, δεν θέλεις εσύ να έρθω. Της απάντησε ο Λουκ σκεπτικός.
- Απλά φοβάμαι Λουκ. Διακινδυνεύεις πολλά με το να έρθεις μαζί μου! Φοβάμαι για σένα! Αν μας πιάσουν τότε ξέρεις τι θα συμβεί; Βοήθησες μία μάγισσα Λουκ, φοβάμαι ότι αν μας πιάσουν θα έχεις την ίδια μοίρα με μένα. Εξήγησε η Φρέγια και κατέβασε το βλέμμα της στο πάτωμα.
- Φρέγια, καταλαβαίνω τον κίνδυνο και καταλαβαίνω όλα αυτά που φοβάσαι. Όμως δεν υπάρχει περίπτωση να σε αφήσω μόνη. Θα είμαι μαζί σου για να σε προστατεύω και να σε βοηθήσω, να πετύχεις τον σκοπό σου. Μπορεί να μην έχω τις δικές σου δυνάμεις, αλλά δεν θα αφήσω κανέναν να σου κάνει κακό.
- Σε ευχαριστώ για όλα Λουκ. Δεν θέλω όμως να πάθεις κακό και ειδικά για χάρη μου. Δεν θέλω κανένας να πάθει κακό για μένα και πόσο μάλλον εσύ. Τα τελευταία λόγια τα πρόφερε χαμηλόφωνα, όμως εκείνος τα άκουσε.
- Ούτε εγώ θέλω να πάθεις κακό Φρέγια. Και για αυτό ότι κι αν συμβεί, θα είμαι στο πλευρό σου. Λέγοντας τις τελευταίες λέξεις, της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά. Μόλις τελείωσαν το πρωινό τους πήγαν να ετοιμαστούν. Η Φρέγια είχε πάρει τα πράγματά της, που τα είχε αφήσει στο μέρος όπου είχαν περάσει το τελευταίο βράδυ με την Γκρέις, προτού πάνε να σώσουν την Λορέιν και έτσι τώρα επέλεξε ένα όμορφο κόκκινο φόρεμα χτένισε τα μαλλιά της και ήταν έτοιμη. Ξαφνικά το σημάδι στο χέρι της έλαμψε και μπροστά της εμφανίστηκε μία εικόνα. Ήταν εκείνη, έξω από το παλάτι στο Πέρσβιλ και αμέσως μετά η εικόνα της πριγκίπισσας Αλίσια. Οι εικόνες έσβησαν γρήγορα και η Φρέγια επανήλθε στο παρόν. Ο Λουκ βρισκόταν δίπλα της και την κουνούσε, φωνάζοντας το όνομά της. Η Φρέγια τον κοίταξε.
- Είσαι καλά; Έμοιαζες σαν να μην ήσουν εδώ Φρέγια. Τρόμαξα, της είπε και της κράτησε σφιχτά τα χέρια.
- Ναι είμαι καλά Λουκ, μην ανησυχείς. Δεν ήταν κάτι, απλά μία εικόνα που ήρθε στο μυαλό μου. Είναι κάτι συνηθισμένο, για εμάς τις μάγισσες. Συμπλήρωσε εξηγώντας του.
- Και αυτό; Της είπε δείχνοντας το σημάδι στο χέρι της.
- Αυτό είναι ο λόγος που ξεκίνησαν όλα. Ίσως πρέπει να σου πω μία ιστορία. Πλέον είμαι σίγουρη, ότι μπορώ να σε εμπιστευτώ. Του είπε και άρχισε να του τα διηγείται όλα. Του είπε τα πάντα και απάντησε σε κάθε ερώτημά του, για την Φυλή των Στοιχείων, για τους Κόκκινους Φρουρούς, για το ματωμένο φεγγάρι, για την προφητεία, για το ότι ήταν η εκλεκτή, για τις Τρεις Μαγεμένες Πηγές και για εκείνη την μυστηριώδη φωνή που την καθοδηγεί. Όταν τελείωσε και απάντησε σε όλα τα ερωτήματά του, εκείνος την κοιτούσε έκπληκτος.
- Φρέγια, όλα αυτά είναι όμορφα αλλά και επικίνδυνα. Πολύ επικίνδυνα. Θέλω να πω, έχεις ένα απίστευτο χάρισμα που ενώ τόσα χρόνια με έμαθαν το αντίθετο, τώρα καταλαβαίνω ότι υπάρχουν άτομα σαν κι εσένα που θέλουν να χρησιμοποιήσουν αυτά τα ιδιαίτερα χαρίσματα, για καλό σκοπό άτομα σαν εσένα που ομορφαίνουν τον κόσμο. Έκανε μία παύση της χάιδεψε τρυφερά το πρόσωπο και συνέχισε. Όμως διατρέχεις μεγάλο κίνδυνο Φρέγια, κι αν πριν φοβόμουν μην πάθεις κακό, τώρα φοβάμαι πολύ περισσότερο... Μακάρι να μπορούσαν όλοι να δουν την καλοσύνη σου, το φως που εκπέμπεις από μέσα σου την απαράμιλλη εσωτερική ομορφιά σου, όμως την εξωτερική προτιμώ να την βλέπω μόνο εγώ. Της είπε στο τέλος γελώντας, κάνοντάς την κι εκείνη να γελάσει.
- Λουκ έχεις τόσο όμορφη ψυχή. Είσαι η μεγαλύτερη απόδειξη, ότι ακόμα και μέσα από το σκοτάδι μπορεί να γεννηθεί το φως. Είμαι πραγματικά πολύ τυχερή που σε γνώρισα. Του είπε χαμογελώντας του ζεστά και τον αγκάλιασε.
- Εσύ ξύπνησες την φωτεινή μου πλευρά. Μου βγάζεις ότι καλό έχω μέσα μου και μια βαθιά ανάγκη να σε προστατέψω. Ο Λουκ της χαμογέλασε ζεστά και η Φρέγια του ανταπέδωσε το χαμόγελο. Το βλέμμα και των δύο υπόσχονταν πολλά, έτσι χωρίς να μιλούν, μόνο με το βλέμμα τους αντάλλαζαν σιωπηλές υποσχέσεις. Ο Λουκ σαν υπνωτισμένος, είχε χαθεί στα σμαραγδένια μάτια της Φρέγια. Έδινε υπόσχεση σε αυτά τα μάτια ότι θα τα προστάτευε πάντα. Στην συνέχεια σαν να ξυπνούσε από λήθαργο, συνέχισε τον λογισμό του. Αν θέλουμε όμως να προλάβεις να δεις σήμερα την μητέρα σου και την φίλη σου, πρέπει να ξεκινήσουμε και να σταματήσεις να με υπνωτίζεις με αυτά τα μάτια. Της είπε χαϊδεύοντας το μάγουλό της. Εκείνη του χαμογέλασε ντροπαλά με τα μάγουλά της, να έχουν κοκκινίσει. Ξεκίνησαν λοιπόν για την πολυπόθητη συνάντηση. Είχαν φτάσει κοντά στο σπίτι της Γκριχίλντα, εφόσον η Φρέγια ήξερε ότι η μητέρα της, δεν θα ρίσκαρε να γυρίσει στο παλιό τους σπίτι. Στάθηκε στο κατώφλι του σπιτιού, με τον Λουκ από πίσω της και χτύπησε σιγανά την πόρτα, γιατί δεν ήθελε να τις τρομάξει. Η πόρτα άνοιξε με ένα σιγανό τρίξιμο και πίσω της εμφανίστηκε η Γκριχίλντα. Βλέποντας την Φρέγια αναφώνησε χαρούμενη και την αγκάλιασε.
- Φρέγια, κορίτσι μου πόσο χαίρομαι που είσαι καλά και κατάφερες να έρθεις! Η γυναίκα παραμέρισε αφήνοντας την Φρέγια και τον Λουκ να μπουν στο εσωτερικό του σπιτιού.
- Κι εγώ χαίρομαι πολύ που σας βλέπω κυρία Γκριχίλντα! Δήλωσε με την σειρά της η Φρέγια. Από ένα δωμάτιο βγήκαν η Λορέιν και η Γκρέις.
- Φρέγια! Φώναξε η Λορέιν και έτρεξε να αγκαλιάσει την κόρη της. Είσαι καλά δεν το πιστεύω! Κόντεψα να τρελαθώ από την αγωνία μου! Για να σε δω, ευτυχώς είσαι καλά! Αναφώνησε η Λορέιν εξετάζοντας με το βλέμμα της την κόρη της και διαπιστώνοντας ότι ήταν σώα.
- Μαμά κι εγώ χαίρομαι πάρα πολύ που σε βλέπω και που είσαι ελεύθερη! Μην ανησυχείς για μένα είμαι καλά. Της είπε η Φρέγια κρατώντας τα χέρια της μητέρας της, κοιτώντας την στα μάτια. Όταν η Λορέιν άφησε την Φρέγια από την αγκαλιά της, εκείνη κατευθύνθηκε προς την Γκρέις. Η κοπέλα όρμησε στην αγκαλιά της φίλης της.
- Αχ Φρέγια πόσο χαίρομαι που είσαι καλά και είσαι εδώ. Νόμιζα ότι σου έχει συμβεί κάτι πολύ άσχημο. Φρέγια συγχώρεσέ με, δεν ήθελα να σε αφήσω εκεί με τον Λούθερ, όμως δεν ήξερα τι να κάνω συγνώμη Φρέγια. Δεν ήθελα να πάθεις κακό, αλήθεια σου λέω. Έλεγε η Γκρέις σφίγγοντας την Φρέγια στην αγκαλιά της.
- Ηρέμησε Γκρέις, ξέρω ότι δεν ήθελες να πάθω κακό. Εγώ σου ζήτησα να πάρεις την μητέρα μου και να φύγεις, δεν μπορούσες να κάνεις κάτι. Τώρα είμαι εδώ και είμαι καλά, αυτό έχει σημασία είμαστε όλοι εδώ. Της απάντησε η Φρέγια. Μετά από μερικά λεπτά τα βλέμματα όλων ήταν στραμμένα πάνω στον Λουκ. Τον  κοιτούσαν εξεταστικά και με περιέργεια. Η Φρέγια βλέποντας τα βλέμματά τους, χαμογέλασε αμήχανα και γύρισε προς το μέρος του Λουκ, ο οποίος βρισκόταν στην ίδια κατάσταση αμηχανίας.
- Λοιπόν, να σας συστήσω τον Λουκ. Είπε η Φρέγια δείχνοντάς τον. Και από εδώ η μητέρα μου η Λορέιν, η φίλη μου η Γκρέις και η γιαγιά της η Γκριχίλντα. Εκείνος χαμογέλασε αμήχανα και είπε
- Γεια σας, χαίρω πολύ. Η Φρέγια βλέποντας τα πρόσωπά τους, μάντεψε αμέσως ποια θα ήταν η επόμενη ερώτηση, έτσι τους έβγαλε από τον κόπο και άρχισε να εξηγεί. Ο Λουκ είναι αυτός που με έσωσε. Ο Λούθερ είχε κάνει κάποιου είδους συμφωνία με τους κυνηγούς, έτσι όταν ξύπνησα βρισκόμουν αιχμάλωτη των κυνηγών. Ο Λουκ ήταν εκεί και με έσωσε. Είναι ο γιος του αρχηγού των κυνηγών, όμως δεν έχει καμία σχέση μαζί τους είναι τελείως διαφορετικός. Αν δεν ήταν εκείνος, τώρα δεν θα ήμουν εδώ. Είπε κοιτώντας τον. Η επόμενη στιγμή τους ξάφνιασε όλους, καθώς η Λορέιν κατευθύνθηκε προς τον Λουκ και τον αγκάλιασε σφιχτά.
- Σε ευχαριστώ! Σε ευχαριστώ τόσο πολύ που έσωσες την κόρη μου! Όταν τον άφησε τον κοίταξε κατάματα και του είπε. Δεν έχει σημασία από πού προέρχεται κάποιος, αλλά το ποιο δρόμο θα επιλέξει να ακολουθήσει. Σε ευχαριστώ πολύ Λουκ που έσωσες την κόρη μου. Του χαμογέλασε συγκινημένη και εκείνος της ανταπέδωσε το χαμόγελο λέγοντας
- Η κόρη σας είναι εκπληκτική. Είναι ένας πολύ όμορφος άνθρωπος εσωτερικά, δεν της άξιζε όλη αυτή η βαρβαρότητα. Έχω κάνει πολλά λάθη στο παρελθόν νομίζοντας το λάθος για σωστό όμως, η κόρη σας με έκανε να καταλάβω ότι δεν πρέπει να κρίνουμε έναν άνθρωπο για την καταγωγή του θεωρώντας πως το κακό υπάρχει μέσα του, επειδή έχει ιδιαίτερα χαρίσματα. Με έκανε να καταλάβω ποιος πραγματικά θέλω να είμαι, επομένως την ευγνωμονώ για αυτό. Με αυτά τα λόγια η Λορέιν συγκινημένη τον ξανά αγκάλιασε και του είπε
- Η μητέρα σου θα ήταν πολύ περίφανη για σένα. Ο Λουκ στο άκουσμα των λογιών της παραξενεύτηκε
- Γνωρίζατε την μητέρα μου; Ρώτησε θορυβημένος.
- Ναι, ήταν πολύ καλή μου φίλη. Θα σου μιλήσω κάποια στιγμή για εκείνη, θα σου τα πω όλα όμως τώρα καθίστε να ξεκουραστείτε, θα έχετε κουραστεί πολύ από το ταξίδι. Και Λουκ χαίρομαι πολύ που είσαι εδώ μαζί μας. Ο Λουκ παραξενεμένος με αυτή την αποκάλυψη, ότι η μητέρα του ήταν φίλη με μία μάγισσα και συγκεκριμένα τη μητέρα της Φρέγια, ήθελε να μάθει περισσότερα όμως αποφάσισε, να μην συνεχίσει τις ερωτήσεις τώρα και να μάθει όταν έρθει η ώρα, όταν η Λορέιν αποφασίσει να του μιλήσει. Έτσι πλησίασε την Φρέγια και κάθισε δίπλα της κοντά στο τζάκι, για να ξεκουραστούν. Ένα μαύρο πλασματάκι επιτέθηκε στην Φρέγια γουργουρίζοντας. Η Σκιά βολεύτηκε στην αγκαλιά της Φρέγια. Η κοπέλα γελώντας την χάιδεψε και την αγκάλιασε και απευθύνθηκε στον Λουκ, που καθόταν δίπλα της.
- Και από εδώ η Σκιά! Πώς σου φαίνεται δεν είναι πολύ γλυκιά; Του είπε χαριτωμένα.
- Είναι γλυκύτατη και υπέροχη σαν εσένα... Της ψιθύρισε.

Πέρα από τα όρια της πραγματικότηταςWhere stories live. Discover now