Η άλλη πλευρά του νομίσματος

17 4 5
                                    

Το ίδιο βράδυ, θέλοντας όλοι να ελαφρύνουν το κλίμα που επικρατούσε, το πέρασαν μαζεμένοι γύρω από το τζάκι κρατώντας μία κούπα ζεστό τσάι ο καθένας στα χέρια του. Η συζήτηση κυλούσε ήρεμα, όμως υπήρχαν κάποια πράγματα που έπρεπε να ειπωθούν και κανείς δεν είχε ξεχάσει την υπόσχεση που είχε δωθεί, έτσι η Λορέιν πήρε τον λόγο.
- Λουκ πριν μερικές μέρες σου έδωσα μία υπόσχεση ότι θα σου πω τα πάντα, ότι γνωρίζω για την μητέρα σου. Ο Λουκ δεν απάντησε στα λόγια της, μόνο κράτησε το βλέμμα του επάνω της. Έτσι η Λορέιν συνέχισε. Η μητέρα σου ήταν μια υπέροχη γυναίκα, ένας εξαίρετος άνθρωπος και μια πολύ καλή φίλη, σύζυγος και μητέρα. Η Αμέλια ήταν φίλη μου Λουκ. Θέλω να ακούσεις με προσοχή όσα σου πω και σου υπόσχομαι, ότι θα ακούσεις μόνο την αλήθεια από τα χείλη μου. Γνωριζόμασταν πολλά χρόνια μέναμε σε διπλανά σπίτια σαν παιδιά. Μοιραζόμασταν τα πάντα. Τα παιχνίδια μας, τα μυστικά μας, μία δυνατή φιλία και τις δυνάμεις μας. Λουκ από μικρό παιδί σου έχουν μάθει ότι πρέπει να πολεμάς την μαγεία, να την εξαλείφεις. Όμως κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει γιατί η μαγεία ζει μέσα στην καρδιά σου, μέσω της Αμέλια. Εσύ και ο αδελφός σου ήσασταν ο πολυτιμότερος θησαυρός της. Σας αγαπούσε πολύ Λουκ, εσένα και τον Ίθαν. Ο πατέρας σου όλα αυτά τα χρόνια έχει χτίσει έναν ψεύτικο κόσμο γύρω σας. Μια ψεύτικη ιστορία. Σας είπε ότι η μητέρα σας δολοφονήθηκε από μάγισσες έτσι δεν είναι; Στην πραγματικότητα όμως η μητέρα σας ήταν μάγισσα. Μία ισχυρή και υπέροχη μάγισσα. Δεν ήταν κακιά, δεν υπήρχε ίχνος κακίας μέσα της. Μόλις ξεκίνησαν να συλλαμβάνονται γυναίκες από την περιοχή μας με διαταγή του πατέρα σου, όλες μας προσπαθούσαμε να την προειδοποιήσουμε και να την προστατέψουμε. Την συμβουλεύαμε να σας πάρει και να φύγει, να έρθετε να μείνετε μαζί μας, όμως εκείνη πίστευε ότι θα μπορούσε να καταφέρει να τον μεταπείσει. Ένα βράδυ λοιπόν πιστεύοντας ότι αν του έδειχνε την ομορφιά της μαγείας και αν τον διαβεβαίωνε ότι δεν θα έκανε ποτέ κακό, θα μπορούσε να τον κάνει να καταλάβει και να μαλακώσει την σκληρή του καρδιά, δείχνοντάς του την αγάπη της για εκείνον, του αποκάλυψε ότι ήταν μάγισσα. Στην αρχή δεν την πίστεψε έτσι την προκάλεσε να κάνει κάποιο ξόρκι για να του αποδείξει τα λεγόμενά της. Εκείνη έχοντας μόνο καλοσύνη μέσα της, ποτέ δεν φαντάστηκε αυτό που θα ακολουθούσε. Το μόνο που έκανε ήταν να εμφανίσει μία λάμψη μέσα από τα χέρια της. Εκείνος τότε άρχισε να της φωνάζει "Μάγισσα! Δεν το πιστεύω παντρεύτηκα μία μάγισσα! Και τα παιδιά είναι δικά μου ή μήπως είναι του αφέντη σου; Θα πληρώσεις που ατίμασες το όνομά μου!" Άρχισε να την σπρώχνει με την βία κι εκείνη έκλαιγε και του φώναζε. Προσπαθούσε να τον ηρεμήσει, να τον κάνει να καταλάβει όμως εκείνος, έμοιαζε σαν το μόνο που έβλεπε μπροστά του να ήταν το πιο απόκοσμο και αποκρουστικό πλάσμα που είχε δει ποτέ του κι όχι η γυναίκα του, που είχε ζήσει μαζί της και του είχε χαρίσει δύο υπέροχα παιδιά. Την οδήγησε στο παλιό κελάρι και την έδεσε σε μία ξύλινη κολώνα. Ο Λουκ, πίστευε ότι το κεφάλι του θα εκραγεί με όσα άκουγε, δεν άντεχε άλλο να μένει σιωπηλός.
- Δεν μπορεί να είναι αλήθεια όλα αυτά! Κι εσύ πως τα ξέρεις με τόσες λεπτομέρειες; Μιλάς σαν να ήσουν εκεί! Ο Λουκ ήταν εξοργισμένος αλλά περισσότερο απογοητευμένος και θλιμμένος. Το μόνο που περίμενε ήταν κάποιος να διαψεύσει στο τέλος όσα είχε ακούσει.
- Τα ξέρω όλα αυτά και μιλάω σαν να ήμουν εκεί, γιατί ήμουν εκεί. Όταν η Αμέλια μας ενημέρωσε για το τι σκόπευε να κάνει εκείνο το βράδυ, όλες μας πήγαμε εκεί. Μείναμε κρυμμένες παρακολουθώντας μέχρι να απομακρυνθεί ο πατέρας σου και έπειτα, μπήκαμε κρυφά στο κελάρι. Βρήκαμε την μητέρα σου, έμοιαζε πληγωμένη αλλά δεν καταλαβαίναμε τον λόγο, γιατί δεν διακρίναμε σημάδια πάνω της. Μόλις αγγίξαμε τα σχοινιά καταλάβαμε αμέσως σε τι οφειλόταν. Ήταν ποτισμένα με μαύρο μύρο ένα υγρό ή σκόνη  που μπορεί να προκαλέσει εγκαύματα, αφαιρεί τις δυνάμεις μας και μπορεί να φέρει μέχρι και θάνατο στις μάγισσες. Φαινόταν πολύ αδύναμη και το μόνο που ψιθύριζε ήταν να σας προστατεύσουμε εσένα και τον αδελφό σου. Η Λορέιν πλέον μιλούσε με δυσκολία προσπαθώντας να κρατήσει τα δάκρυα της. Δεν τα παρατήσαμε Λουκ, συνεχίσαμε να προσπαθούμε να την ελευθερώσουμε και τα καταφέραμε, αλλά εκείνη την στιγμή μπήκε στο δωμάτιο ο πατέρας σου. Κρατούσε στο χέρι του ένα σακουλάκι. Μόλις προσπαθήσαμε να του επιτεθούμε έριξε πάνω μας, τον μαύρο μύρο σε μορφή σκόνης. Αυτό περιείχε το σακουλάκι. Ήμασταν όλες αδύναμες στο πάτωμα και θα μπορούσε να μας είχε εξοντώσει όλες, όμως προτίμησε να κάνει κάτι άλλο. Πλησίασε την Αμέλια και την κοίταξε βαθιά στα μάτια. Την κοίταζε στα μάτια όταν της ψιθύρισε αυτά τα φρικτά καταραμένα λόγια. Πώς μπόρεσε να το κάνει; Της είπε " Δεν είσαι η γυναίκα μου. Δεν είσαι η μάνα των παιδιών μου. Με εξαπάτησες, με μάγεψες για να σε αγαπήσω και να σε παντρευτώ. Αυτό είσαι. Μια καταραμένη μάγισσα. Ελπίζω ο Θεός να λυπηθεί την ψυχή σου, γιατί εγώ δεν πρόκειται να το κάνω. Κανείς δεν θα μάθει τίποτα. Τα παιδιά σου θα μεγαλώσουν μαζί μου και θα μάθουν να μισούν και να εκδιώκουν την μαγεία, και οι φίλες σου οι μάγισσες θα γίνουν οι δολοφόνοι σου κι έτσι ο κόσμος θα πειστεί για το κακό που μπορεί να προκαλέσει η φάρα σου. Κανείς δεν θα μάθει." Μετά από αυτά τα λόγια πότισε το μαχαίρι του, εκείνο των κυνηγών με μαύρο μύρο και το έμπηξε στο στήθος της. Ήμασταν πολύ αδύναμες για να κάνουμε το οτιδήποτε! Προσπάθησα να σηκωθώ κι εγώ κι οι υπόλοιπες αλλά ήταν αδύνατον. Η μητέρα σου πέθανε εκείνο το φρικτό, καταραμένο βράδυ. Την επόμενη μέρα μαθεύτηκε παντού, ότι μάγισσες σκότωσαν την Αμέλια. Στον χώρο επικρατούσε σιωπή. Κανείς δεν μιλούσε μετά από τα τελευταία λόγια της Λορέιν. Ο Λουκ βρισκόταν σε κατάσταση σοκ. Δεν άντεχε όλα αυτά που είχε μάθει. Ο πατέρας του ήταν ένα τέρας. Όλα ήταν ένα ψέμα. Όλη του η ζωή ήταν ένα ψέμα. Η Λορέιν άγγιξε υποστηρικτικά το χέρι του Λουκ. Μπορεί η μητέρα σου να πέθανε εκείνο το βράδυ όμως, στην πραγματικότητα δεν έφυγε ποτέ στα αλήθεια. Ήταν εδώ για να προστατεύει εσένα και τον αδελφό σου, αλλά και όλους μας. Εκτός όμως από τις καρδιές μας που δεν φεύγει από εκεί, καθώς ήταν μάγισσα κατάφερε με έναν τρόπο να μείνει, σαν φύλακας και καθοδηγητής της Φρέγια. Στο άκουσμα των λογιών της, όλοι ξαφνιάστηκαν. Τότε η Φρέγια κατάλαβε.
- Εκείνη η φωνή! Είναι της μητέρας του Λουκ; Δεν το πιστεύω! Η έκπληξη ήταν αποτυπωμένη στο πρόσωπό της.
- Ποια φωνή; Ακούς την φωνή της μητέρας μου; Την ρώτησε ο Λουκ.
- Σου έχω μιλήσει για αυτό. Εδώ και καιρό από όταν έμαθα για την προφητεία, ακούω μία γυναικεία φωνή που με καθοδηγεί. Εξήγησε η Φρέγια.
- Μπορώ να την ακούσω; Μπορώ να μιλήσω στην μητέρα μου; Ρώτησε ο Λουκ.
- Δυστυχώς Λουκ αυτό θα γίνει μόνο αν το επιθυμεί η Αμέλια. Δεν είναι ότι δεν θα θέλει να σου μιλήσει. Όπως σου είπα σε αγαπούσε και συνεχίζει να σε αγαπάει πολύ, όμως έχει έναν συγκεκριμένο ρόλο. Τουλάχιστον μέχρι που να τελειώσει όλη αυτή η ιστορία με την προφητεία, η μόνη που μπορεί να την ακούσει είναι η Φρέγια. Του εξήγησε η Λορέιν και ο Λουκ, έδειξε να απογοητεύεται.
- Καταλαβαίνω. Μπορείς όμως να της πεις κάτι; Πες της πως θα δικαιώσω την μνήμη της. Ότι ήταν υπέροχη μητέρα, κι ότι ακόμα ακούω το νανούρισμά της στα αυτιά μου. Μπορείς; Την ρώτησε με τα δάκρυα να συγκρατούνται με δυσκολία στα μάτια του.
- Φυσικά και μπορώ. Του είπε η Φρέγια και του χάιδεψε τρυφερά το πρόσωπο.
- Σας ευχαριστώ πολύ κυρία Λορέιν. Είχα ανάγκη να μάθω την αλήθεια. Ορκίζομαι στην μνήμη της μητέρας μου, ότι εκείνος θα πληρώσει για τον θάνατό της. Τώρα με συγχωρείτε. Θέλω να μείνω για λίγο μόνος. Με αυτά τα λόγια κατευθύνθηκε προς τα έξω. Κλείνοντας την πόρτα πίσω του, η Φρέγια ένιωσε ένα βάρος στο στήθος της. Όλη αυτή η τραγωδία, έπρεπε επιτέλους να σταματήσει. Το ένιωθε περισσότερο από ποτέ. Άφησε τον Λουκ για λίγη ώρα μόνο του να ηρεμήσει. Όλο το υπόλοιπο βράδυ, ο Λουκ βρισκόταν στην αγκαλιά της Φρέγια κι έκλαιγε σιωπηλά κι εκείνη απλά του πρόσφερε την κατανόηση, την αγάπη της και την αγκαλιά της. Ώσπου αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά της κι εκείνη λίγο πριν αποκοιμηθεί, χαϊδεύοντας τα μαλλιά του υποσχέθηκε, ότι θα υπάρξει στο μέλλον, ένα καλύτερο αύριο για όλους.

Πέρα από τα όρια της πραγματικότηταςWhere stories live. Discover now