Ξεχασμένη ανάμνηση

22 3 10
                                    

Ο Λουκ καθόταν μπροστά στο παράθυρο με τα κάγκελα, παρακολουθώντας συνεχώς τον ήλιο. Μόλις έδυε ο ήλιος τότε σύμφωνα με το σχέδιο, ο Ίθαν θα ερχόταν για να τον ελευθερώσει και να τον οδηγήσει στο μεγάλο δωμάτιο όπου βρισκόταν η Φρέγια. Φυσικά θα ήταν και η Γκρέις μαζί τους η οποία, μετά την σχετική ενημέρωση του Λουκ για το σχέδιο απόδρασής τους, ήταν ανήσυχη.  Οι ώρες περνούσαν μαρτυρικά αργά. Ο ήλιος επιτέλους κόντευε να δύσει κι εκείνη την στιγμή ακούστηκε ήχος βημάτων που πλησιάζουν. Ο Λουκ, περίμενε με ανυπομονησία μπροστά στην πόρτα, όμως αυτός που αντίκρυσε, δεν ήταν ο Ίθαν μα ο πατέρας του.
- Με περίμενες γιε μου; Τον ρώτησε σαρκαστικά.
- Τι θέλεις; Αντιγύρισε την ερώτηση ο Λουκ.
- Μα τι τρόπος είναι αυτός; Έτσι μιλάς στον πατέρα σου; Είπε με την ειρωνεία να ξεχειλίζει από την κάθε λέξη του.
- Πλέον δεν σου πρέπει να λέγεσαι πατέρας! Του τόνισε ο Λουκ.
- Κοίτα σύμπτωση. Κι εσένα δεν σου πρέπει, να λέγεσαι γιος μου. Πιο συγκεκριμένα δεν επιθυμώ πια την ύπαρξη ενός ακόμα γιου, μου φτάνει ο Ίθαν, που τουλάχιστον εκείνος δεν με απογοήτευσε.
- Τι θες να πεις; Τι εννοείς; Ρώτησε μπερδεμένος ο Λουκ.
- Μολύνθηκες Λουκ. Θα καθαρίσω την άθλια ύπαρξή σου. Θα σωθεί τουλάχιστον, η ψυχή σου. Μην το πάρεις προσωπικά, απλά μισώ την μαγεία. Είπε, τελειώνοντας τη φράση του ο Άντον.
- Θα με σκοτώσεις; Όπως σκότωσες και την μητέρα μου; Φώναξε ο Λουκ.
- Θα σε εξαγνίσω. Δυστυχώς είναι πολύ αργά για να σωθεί πλέον η θνητή ζωή σου, όμως θα καθαριστεί η ψυχή σου. Κι όσο για την μητέρα σου, δεν είπα ψέματα. Η μαγεία την σκότωσε. Αν δεν είχε ασχοληθεί μαζί της, αν δεν ήταν μολυσμένη τώρα θα ζούσε! Τα λόγια του Άντον, έκαναν τον Λουκ έξαλλο. Ένιωθε τον θυμό του να κοχλάζει μέσα του.
- Μην ξανά πιάσεις στο στόμα σου την μητέρα μου! Σπυλώνεις την μνήμη της, μιλώντας για αυτήν! Ένα λάθος έκανε η μητέρα μου, κανένα άλλο! Που σε εμπιστεύτηκε! Που σε αγάπησε, γιατί εσύ δεν ξέρεις να αγαπάς! Του φώναξε εξαγριωμένος ο Λουκ.
- Τελικά ένα βδέλυγμα γέννησε αυτή η γυναίκα. Έπρεπε να το καταλάβω από την αρχή ότι είσαι σαν εκείνη. Τέλος οι ευχάριστες συζητήσεις και αναπολήσεις μας. Αντίο Λουκ, λυπάμαι που δεν μπόρεσα να σώσω την θνητή ζωή σου. Ήταν τα τελευταία λόγια του Άντον, πριν αποχωρήσει. Την αμέσως επόμενη στιγμή, ο Λουκ αντίκρυσε κάποιους άντρες, που ήταν μέλη των Κυνηγών. Ξεκλείδωσαν την πόρτα και του πέρασαν αλυσίδες, γύρω από τους καρπούς του.
- Αφήστε τον! Που τον πηγαίνετε; Φώναξε η Γκρέις και προσπάθησε να τους σταματήσει, όμως την εσπρωξαν βίαια ρίχνοντάς την κάτω. Μέσα από τους τοίχους αυτού του κτηρίου οι δυνάμεις τους μπλοκάρονταν, έτσι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να προστατέψει τον Λουκ, όπως ούτε κι εκείνος να αμυνθεί.
- Γκρέις. Πες στον Ίθαν να κρατήσει την υπόσχεσή του. Της ψιθύρισε, πριν τον πάρουν μακριά.
- Λουκ! Όχι! Λουκ! Φώναζε η Γκρέις με δάκρυα να κυλούν στα μάτια της, καθώς έβλεπε τα πάντα να καταρρέουν. Η Φρέγια βρισκόταν αναίσθητη μέσα σε ένα κύκλο που σταδιακά αφαιρούσε την ζωή από μέσα της και ο Λουκ οδηγούνταν κάπου που δεν είχε ιδέα για το τι του επιφύλασσαν. Εκείνη ήταν κλεισμένη μέσα σε αυτό το μπουντρούμι χωρίς να ξέρει τι θα της συνέβαινε, ούτε ποια θα ήταν τελικά η κατάληξη των φίλων της. Ένιωθε ανίσχυρη και την τύλιγε η απελπισία. Ήταν βυθισμένη στις σκέψεις της και έτσι δεν άκουγε τον Ίθαν που στεκόταν έξω από την πόρτα και την ρωτούσε για τον Λουκ. Μόλις τον αντιλήφθηκε, άρχισε αμέσως να του διηγείται τι συνέβη.
-Όχι! Δεν είναι δυνατόν! Πρέπει να τον σώσω! Όμως, του έδωσα μία υπόσχεση... Δεν μπορώ όμως να την κρατήσω! Είναι ο αδελφός μου δεν μπορώ να αφήσω αυτό το τέρας να τον σκοτώσει! Ο Ίθαν βρισκόταν σε κατάσταση πλήρους σύγχυσης. Τα συναισθήματά του, ήταν ανάμεικτα. Ήταν θυμωμένος, φοβισμένος και ένιωθε να λυγίζει. Όμως δεν έπρεπε να αφήσει το ηθικό του να πέσει τώρα.
- Ναι, ήταν το τελευταίο πράγμα που μου είπε ο Λουκ! Να σου πω να κρατήσεις την υπόσχεσή σου. Του εξήγησε η Γκρέις. Όμως τι του υποσχέθηκες; Ρώτησε η κοπέλα.
- Υποσχέθηκα πως αν εκείνος πάθαινε κάτι, εγώ θα έσωζα εκείνη... Εξήγησε ο Ίθαν.
- Τώρα καταλαβαίνω. Ο Λουκ αγαπάει την Φρέγια περισσότερο από οτιδήποτε. Η Γκρέις φοβόταν πολύ για τους φίλους της.
- Θα το κάνω, θα κρατήσω την υπόσχεσή μου. Εξάλλου αν γυρίσει κι εκείνη έχει πάθει κάτι θα με σκοτώσει. Είπε προσπαθώντας να γελάσει ο Ίθαν, όμως ήταν σχεδόν αδύνατον. Έλα, θα σε ελευθερώσω. Πάμε να πάρουμε την Φρέγια και φεύγουμε. Ελπίζω να είναι εντάξει ο Λουκ. Την στιγμή που πήγε να ξεκλειδώσει την πόρτα, ακούστηκαν βήματα από τον διάδρομο να πλησιάζουν. Ο Ίθαν κρύφτηκε γρήγορα πίσω από ένα άγαλμα. Δύο Κυνηγοί στάθηκαν έξω ακριβώς από την πόρτα που βρισκόταν η Γκρέις.
- Νόμιζες ότι σε ξεχάσαμε; Μην ανησυχείς θα συναντήσεις σύντομα τα φιλαράκια σου, στον άλλο κόσμο μάλλον. Η Γκρέις αναγνώρισε αμέσως τον μεγαλόσωμο άντρα που μίλησε. Ήταν εκείνος ο Κυνηγός που τους είχε οδηγήσει στο μπουντρούμι. Ξεκλείδωσαν την πόρτα της πέρασαν αλυσίδες και την οδήγησαν βίαια προς τον διάδρομο. Μόλις ο Ίθαν βεβαιώθηκε πως είχαν απομακρυνθεί αρκετά, δεν είχε λόγο να παραμένει κρυμμένος. <<Λυπάμαι... >>σκέφτηκε έχοντας στο μυαλό του, την εικόνα της Γκρέις. Δεν έμενε πολύς χρόνος. Έπρεπε να βιαστεί. Κατευθύνθηκε με γοργά βήματα προς το δωμάτιο που βρισκόταν η Φρέγια. Φύλακες δεν υπήρχαν, αφού η κοπέλα ήταν αναίσθητη κι όλοι ήταν απασχολημένοι με τις προετοιμασίες για την υποδοχή του Λούθερ και των Κόκκινων Φρουρών. Ήταν οι μοναδικοί μάγοι που ήταν καλοδεχουμενοι εδώ, λόγω βέβαια της συμφωνίας που είχαν κάνει. Ο Άντον ήξερε, πως δεν μπορούσε να εξαλείψει εντελώς την μαγεία κι έτσι προτιμούσε να έχει με το μέρος του κάποιον που ήθελε νεκρή την Εκλεκτή όσο κι εκείνος... Ο Ιθαν, άνοιξε την ξύλινη πόρτα, όσο πιο αθόρυβα μπορούσε. Διέκρινε αμέσως, την αναίσθητη Φρέγια που έμοιαζε σαν να μην υπάρχει ζωή πια μέσα της στο εσωτερικό του κύκλου. Έκλεισε την πόρτα πίσω του και πλησίασε στον κύκλο. Έπιασε τον σφυγμό της. Ήταν ζωντανή ακόμα. Έμπηξε το μαχαίρι με δύναμη στην βάση του κύκλου και το πέρασε περιγραμμικά του. Αμέσως ο κύκλος εξαφανίστηκε. Η Φρέγια παρέμενε αναίσθητη. Δεν προσπάθησε να την ξυπνήσει, δεν είχε χρόνο. Την σήκωσε στα χέρια του και βγήκε προσεκτικά από την ξύλινη πόρτα. Κοίταζε συνεχώς γύρω του. Κόντευε να φτάσει στην έξοδο του κτηρίου, όταν άκουσε τον Άνγκους, το δεξί χέρι του πατέρα του να τον φωνάζει.
- Ίθαν. Που πηγαίνεις με την μάγισσα; Τον ρώτησε καχύποπτος.
- Άνγκους! Μα που αλλού; Διαταγές του πατέρα μου ακολουθώ. Του είπε πολύ φυσικά ο Ίθαν.
- Μάλιστα. Δεν είμαι ενήμερος για αυτό. Παρόλα αυτά ελπίζω να λες την αλήθεια, έμαθες φαντάζομαι τι έπαθε ο αδελφός σου ο Λουκ. Δεν θέλεις να σου συμβεί κάτι τέτοιο, πίστεψέ με... Του είπε με ένα αισχρό χαμόγελο να εμφανίζεται στο πρόσωπό του. Ο Ίθαν επιστράτευσε όλη την ψυχραιμία που του είχε μείνει, για να φανεί πειστική η απάντησή του.
- Ναι έμαθα. Ομολογώ όμως πως του άξιζε, αφού έμπλεξε με μάγισσες. Είπε όσο πιο πειστικά μπορούσε, ενώ μέσα του ήθελε να σβήσει μια για πάντα αυτό το απαίσιο χαμόγελο από το πρόσωπό του. Να πηγαίνω τώρα, είπε ολοκληρώνοντας τα λόγια του. Στην υπόλοιπη διαδρομή δεν συνάντησε κανέναν και βρέθηκε επιτέλους έξω από το κτήριο. Γύρω από το λαιμό του είχε περασμένο με μια ζώνη ένα μικρό μπουκαλάκι με νερό που κρεμόταν κάτω από το στήθος του. Το έβγαλε και αφού ακούμπησε την Φρέγια με την πλάτη στον κορμό ενός δέντρου, της έβρεξε το πρόσωπο και προσπάθησε να την συνεφέρει. Η κοπέλα άνοιξε αργά τα μάτια της, ήταν ακόμα αδύναμη αλλά της είχαν επιστραφεί οι δυνάμεις της μόλις βγήκε από τον κύκλο.
- Λουκ... Ήταν το πρώτο πράγμα που είπε.
- Είμαι ο αδελφός του. Μην ανησυχείς είσαι ασφαλής, όμως πρέπει να βρούμε τον Λουκ, κινδυνεύει. Της εξήγησε ο Ίθαν. Η Φρέγια στο άκουσμα αυτών των λέξεων, ανασηκωθηκε απότομα.
- Τι εννοείς; Τι συμβαίνει; Που είναι ο Λουκ; Και η Γκρέις; Τι συμβαίνει; Τον ρώτησε.
- Για τον Λουκ, δυστυχώς δεν ξέρω τίποτα για το που είναι και κοντεύω να τρελαθώ. Το μόνο που ξέρω είναι ότι τον πήραν Κυνηγοί και αυτό το τέρας ο πατέρας μου, υπονόησε ότι θα τον σκοτώσουν. Πρέπει να τον σώσουμε Φρέγια... Και όσο για την Γκρέις, νομίζω πως ξέρω που την πηγαίνουν. Της είπε ο Ίθαν και η Φρέγια, ένιωθε ότι βλέπει έναν εφιάλτη. Ότι όλα αυτά δεν μπορεί να συνέβαιναν στ' αλήθεια. Τότε θυμήθηκε, εκείνο το κακό προαίσθημα που είχε.
- Όχι... Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό! Πρέπει να τους βρούμε! Του φώναξε.
- Δεν ξέρω που είναι ο Λουκ, Φρέγια. Όμως ξέρω μάλλον που είναι η Γκρέις. Της είπε. Ελπίζω μόνο να μην φτάσουμε πολύ αργά, συμπλήρωσε καθώς ήταν κι εκείνος έτοιμος να λυγίσει. Έφυγαν γρήγορα για το μέρος όπου ο Ίθαν είχε υποδείξει. Μόλις έφτασαν, η Φρέγια δεν άργησε καθόλου να διαπιστώσει ότι ο Ίθαν είχε δίκιο. Ήταν στην μέση μιας πλατείας. Η Γκρέις βρισκόταν πάνω σε μία εξέδρα δεμένη σε έναν πάσαλο. Γύρω της υπήρχαν ξερά ξύλα και κλαδιά. Φαινόταν χτυπημένη και πολύ ταλαιπωρημένη. Ένας άντρας στεκόταν πίσω της κρατώντας κάτι που έμοιαζε με μαστίγιο. Άρχισε να την χτυπάει και οι κραυγές της διαπέρασαν αμέσως, τα αυτιά της Φρέγια και του Ίθαν. Στο μυαλό της Φρέγια, ήρθε αμέσως εκείνη η εικόνα από τις Τρεις Μαγεμένες Πηγές από την Δοκιμασία της Αλήθειας και της Πλάνης. Ήταν ακριβώς η ίδια εικόνα που αντικρυσε τώρα μπροστά της...
- Ίθαν, κάτι πρέπει να κάνουμε! Του φώναξε.
- Φρέγια, άκουσε. Έχω ακούσει πολλές φορές τον πατέρα μου και τους Κυνηγούς να μιλάνε για εσένα και την δύναμη που κρύβεις μέσα σου και για το πόσο την φοβούνται! Φρέγια πρέπει μόνο να το πιστέψεις και μπορείς να κάνεις τα πάντα! Από εσένα εξαρτάται. Η δύναμη είναι μέσα σου! Της είπε. Η Φρέγια τότε κατάλαβε. Είχε ξανά ακούσει αυτά τα λόγια, για την δύναμη που κρύβεται μέσα της. Χωρίς να του δώσει απάντηση, έκλεισε σφιχτά τα μάτια της και με μια κυκλική κίνηση του χεριού της όλα πάγωσαν... Μόλις άνοιξε τα μάτια της, είχε καταφέρει ακριβώς αυτό που ήθελε. Είχε παγώσει τον χρόνο! Μόνο εκείνη, ο Ίθαν και η Γκρέις δεν είχαν επηρεαστεί. Όλοι οι άλλοι έμοιαζαν με παλιά ξεχασμένα αγάλματα στοιβαγμένα στον λάθος χώρο...
- Τα κατάφερες Φρέγια! Είπε ενθουσιασμένα ο Ίθαν. Χωρίς να χάσουν χρόνο έτρεξαν προς την Γκρέις. Μόλις την έλυσαν και την βοήθησαν, η Γκρέις αγκάλιασε σφιχτά την Φρέγια.
- Φρέγια! Είσαι καλά! Δεν το πιστεύω! Και είναι και ο Ίθαν μαζί σου. Που είναι ο όμως ο Λουκ; Ρώτησε.
- Θα σου τα εξηγήσω στον δρόμο, πρέπει να φύγουμε από εδώ. Πρέπει να σώσουμε τον Λουκ, Γκρέις. Ήταν το μόνο που της είπε και έφυγαν τρέχοντας. Μετα από λίγη ώρα όλοι όσοι ήταν σε εκείνη την πλατεία, ξεπάγωσαν.
- Που μπορεί να τον πήγαν; Δεν μπορώ να σκεφτώ! Φώναξε ο Ίθαν εκνευρισμένος.
- Ίθαν! Κάπου εδώ κοντά δεν είναι το σπίτι της μαμάς σου στο δάσος; Είχαμε πάει με τον Λουκ κάποια στιγμή! Πιστεύεις ότι μπορεί να τον πήγαν εκεί; Τον ρώτησε.
- Ναι! Είναι πολύ πιθανόν! Πάμε γρήγορα, πρέπει να τον προλάβουμε ζωντανό! Αναφώνησε ο Ίθαν. Η Φρέγια ένιωθε το αίμα της να παγώνει και την καρδιά της να χτυπάει σαν τρελή όσο πλησίαζαν. Φοβόταν. Αν είχε συμβεί κάτι στον Λουκ, εκείνη δεν θα το άντεχε. Επιτέλους έφτασαν έξω από το σπιτάκι στο δάσος. Μπήκαν αργά και προσεκτικά μέσα, αλλά το σπιτάκι ήταν άδειο.
- Δεν το πιστεύω δεν είναι εδώ! Που μπορεί να είναι; Θα τρελαθώ! Φώναξε η Φρέγια πέφτοντας με τα γόνατα στο πάτωμα. Λίγο πιο πέρα από το σημείο που βρισκόταν, διέκρινε κάτι. Υπήρχε κάτι στο πάτωμα. Σηκώθηκε και πήγε γρήγορα προς τα εκεί. Εσκεψε κάτω για να διακρίνει καλύτερα, κι ένιωσε την καρδιά της να σπάει και τα μάτια της να πλημμυρίζουν δάκρυα.
- Υπάρχει... Υπάρχει αίμα. Πρόφερε με δυσκολία, αφού ένιωθε την ανάσα της να κόβεται.
- Τι; Όχι δεν μπορεί να είναι δικό του! Φώναξε ο Ίθαν απελπισμένος. Θα τον σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια! Ο Ίθαν ήταν εκτός εαυτού, έσπαγε πράγματα και φώναζε σαν τρελός. Η Φρέγια ήταν μαρμαρωμένη στην θέση της και δάκρυα έτρεχαν πλέον στο πρόσωπό της. Ένιωθε να κόβεται η ανάσα της. Η Γκρέις δεν μπορούσε να μιλήσει δεν ήξερε καν τι να πει. Κάνεις τους δεν ήξερε. Η Φρέγια κοίταζε το αίμα που ήταν σίγουρη ότι ήταν του Λουκ, δεν ήξερε καν αν ήταν ζωντανός. Πλέον δεν μπόρεσε να κρατηθεί άλλο και έκλαιγε με λυγμούς. Εκείνη την στην στιγμή στο μυαλό της ήρθε μια ανάμνηση...

~ Εκείνη έκλαιγε και ήταν θυμωμένη ταυτόχρονα και είπε
<<Μου πήρατε ότι αγαπώ τώρα θα το πληρώσετε!>> και το βλέμμα της έπεσε σε κάποιον που βρισκόταν πεσμένος κάτω με μια λίμνη αίματος να κάνει την εμφάνισή της γύρω του. Ήταν ένα αγόρι όμως και πάλι δεν έβλεπε το πρόσωπό του, αλλά κάτι μέσα της της έλεγε πως θα σήμαινε πολλά για εκείνη στο μέλλον. ~

Αυτή η ανάμνηση ήρθε απρόσκλητη και τόσο ξαφνικά στην θύμησή της, σαν όραμα. Τότε κατάλαβε...
-Όχι! Φώναξε ξαφνικά... Τα βλέμματα του Ίθαν και της Γκρέις στράφηκαν πάνω της. Όχι! Όχι εκείνος! Συνέχισε να φωνάζει. Τότε κατάλαβε ακριβώς που είναι εκείνο το τοπίο. Αν ακολουθήσεις από εκείνο το σπιτάκι στο δάσος ένα μονοπάτι βγαίνεις κατευθείαν στην θάλασσα, της το είχε δείξει ο Λουκ. Η Φρέγια σηκώθηκε απότομα από το πάτωμα. Λουκ... Ήταν το μόνο που είπε, και έφυγε τρέχοντας αφήνοντας τον Ίθαν και την Γκρέις να την κοιτάζουν χωρίς να καταλαβαίνουν...

Πέρα από τα όρια της πραγματικότηταςWhere stories live. Discover now